Η διαφωνία του κυβερνητικού συνεταίρου του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ, να δώσει θετική ψήφο για το πέρασμα της συμφωνίας οδήγησε τον Π. Καμμένο σε παραίτηση από τη θέση του υπουργού Άμυνας και σε απόφαση αποχώρησης του κόμματος από την κυβέρνηση. Ακολούθησε ένα κύμα διαδοχικών διαγραφών, αποχωρήσεων βουλευτών από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΔΗΣΥ) και του Ποταμιού, που έφερε νέες ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, με άλλους εξ αυτών να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλους τη ΝΔ, διάλυση κοινοβουλευτικών ομάδων και διάσπαση πολιτικών συνεργασιών.

Όλα αυτά συντελούνται μέσα σ’ ένα πλαίσιο ασφυκτικών πιέσεων των δύο μεγάλων κομμάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, αλλά και παρεμβάσεων του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα (συνέντευξη Νίμιτς, επίσκεψη Μέρκελ) για την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών και σε ένα νοσηρό κλίμα καιροσκοπικών πολιτικών μετακομίσεων και παζαρεμάτων της βουλευτικής ψήφου, παρασκηνιακών συναλλαγών και ανταλλαγμάτων, με φόντο και τις προσεχείς εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το σπάσιμο της συνεργασίας που είχε με τους ΑΝΕΛ, προχώρησε στο να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης σαν κυβέρνηση, γνωρίζοντας και σταθμίζοντας, προφανώς, τις αντιθέσεις που είχαν αναπτυχθεί μέσα στο κόμμα τού ως χθες κυβερνητικού συνεταίρου του αλλά και στα άλλα μικρά αστικά κόμματα και επιλέγοντας με αυτήν την κίνηση να τροφοδοτήσει την έντασή τους και να θέσει διλήμματα ρήξης σε βουλευτές των μικρών αστικών κομμάτων με την ηγεσία τους. Γεγονός που πιστοποιήθηκε με την ψήφο εμπιστοσύνης που έδωσαν δύο υπουργοί (Κουντουρά, Κόκκαλης) και δυο βουλευτές (Παπαχριστόπουλος, Ζουράρις) των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, σε αντίθεση με την γραμμή του Π. Καμμένου, καθώς και με την ψήφο εμπιστοσύνης που έδωσε ένας βουλευτής του Ποταμιού (Δανέλλης) στην κυβέρνηση, σε αντίθεση και πάλι με τη γραμμή του Στ. Θεοδωράκη. Το αποτέλεσμα ήταν να διαγραφούν ο βουλευτής του Ποταμιού και οι δυο υπουργοί από τους ΑΝΕΛ, ενώ οι δυο βουλευτές των ΑΝΕΛ που “αποστάτησαν” στην ψηφοφορία παροχής εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, με πρόσχημα ότι δεν θα ψηφίσουν τη συμφωνία των Πρεσπών, δεν διαγράφηκαν, προς το παρόν, από τον ο Π. Καμμένο, σε μια προσπάθεια να διασωθεί η κοινοβουλευτική ομάδα των ΑΝΕΛ από την άμεση διάλυση (με την τελευταία προσθήκη και ενός ανεξαρτοποιημένου βουλευτή της Ένωσης Κεντρώων έχουν παραμείνει μόλις 6 βουλευτές για τους ΑΝΕΛ).
Ωστόσο, αυτά ήταν μόνο ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας των αποχωρήσεων, διαγραφών και διαιρέσεων που έγιναν στη συνέχεια, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα:
Η ΔΗΜΑΡ αποφάσισε την αποχώρησή της από τη ΔΗΣΥ μετά τη διαγραφή του αρχηγού της, Θ. Θεοχαρόπουλου, επειδή θα ψήφιζε τη συμφωνία των Πρεσπών. Η ΔΗΣΥ έμεινε μόνο με το ΚΙΝΑΛ και το ΚΙΔΗΣΟ του Γ. Παπανδρέου. Την ίδια ώρα στο εσωτερικό της καθώς και δημόσια εκδηλώθηκαν διαφωνίες (Γ.Παπανδρέου, Κρεμαστινού) για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σημειώνονται επίσης παραιτήσεις και αποχωρήσεις στελεχών της και η Φ. Γενηματά σπεύδει να ανακοινώσει έκτακτο συνέδριο της ΔΗΣΥ για τα τέλη Μάρτη, για να μετατραπεί σε “ενιαίο κόμμα”, επιχειρώντας να διασώσει ό,τι μπορεί από τη νέα καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚικού χώρου.
Το Ποτάμι είδε δυο ακόμα βουλευτές του (Ψαριανός, Αμυράς), να αποχωρούν από την κοινοβουλευτική ομάδα και αυτή να διαλύεται (συρρικνώθηκε σε 3 βουλευτές, κάτω από το όριο των 5 που απαιτούνται για συγκρότηση κοινοβουλευτικής ομάδας).
Η Ένωση Κεντρώων μόλις συγκεντρώνει το όριο διατήρησης κοινοβουλευτικής ομάδας μετά από μια σειρά αποχωρήσεις βουλευτών της, που από καιρό έχουν σημειωθεί και έχουν μεταγραφεί στις κοινοβουλευτικές ομάδες ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΔΗΣΥ και ΑΝΕΛ.
Οι παραπάνω εξελίξεις οδηγούν σε μια αλλαγή του αστικού πολιτικού χάρτη, κατ’αρχάς σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, που έχει σαν χαρακτηριστικό του την ενίσχυση του δικομματικού σκηνικού με δύο πόλους, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, μέσα από την αποσύνθεση μικρών αστικών πολιτικών κομμάτων. Τα κόμματα αυτά υπήρξαν δημιούργημα της πολιτικής κρίσης που έφερε η οικονομική χρεοκοπία της χώρας. Συγκροτήθηκαν μέσα από μια προσπάθεια κέντρων της εγχώριας μεγαλοαστικής τάξης να διαχειριστούν την κρίση του δικομματικού αστικού πολιτικού συστήματος, δημιουργώντας αναχώματα στη μαζική αποδέσμευση δυνάμεων από τα κυρίαρχα επί δεκαετίες αστικά κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που προκάλεσε η επιβολή της μνημονιακής πολιτικής. Ουσιαστικά, δημιουργήθηκαν από δυναμικό αυτών των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων, προβάλλοντας, κάτω από διαφορετική αμφίεση, πολιτική παρόμοια με αυτήν του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ. Από τον τρόπο και το σκοπό συγκρότησής τους, στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν παρά μια συνάθροιση και ανακύκλωση “παλαιού” αστικού πολιτικού υλικού και καιροσκόπων πολιτικών παραγόντων -όπως ξαναποδείχνεται και με την τωρινή στάση της μετακόμισής τους προς ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ- που προσπάθησε να πλασαριστεί στη σκηνή ως κάτι το “νέο απέναντι στο παλαιό φθαρμένο κομματικό σύστημα”, σε μια προσπάθεια παραπλάνησης των λαϊκών δυνάμεων που στρέφονταν ενάντια στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα.
Πάνω σ’αυτά τα χαρακτηριστικά τους πατά και η τωρινή αποσύνθεσή τους από την πίεση που δέχτηκαν με τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και την όξυνση της δικομματικής πόλωσης που φέρνουν οι επικείμενες εκλογές. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ επιδιώκουν να αλώσουν τον εκλογικό χώρο που αφήνει η αποσάρθρωση των μικρών αστικών κομμάτων και προς τα εκεί συγκεντρώνουν όλη την προσπάθειά τους, αναπτύσσοντας σε υψηλούς τόνους μια φτηνή και αποπροσανατολιστική αντιπαράθεση, ενώ μέσα από αυτήν την κίνηση επιχειρείται ενδυνάμωση του αστικού δικομματισμού, με πόλους τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, που αντιστοιχεί στις επιθυμίες της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης για την αναστήλωση της “ευστάθειας” του αστικού πολιτικού συστήματος, στο δικομματικό πρότυπο των μεταπολιτευτικών δεκαετιών.
Ο Αλ. Τσίπρας, μάλιστα, σε συνέντευξή του στην “Αυγή”(20.1.2019) περιέγραψε αυτή την επιδίωξη λέγοντας ότι «η περιπέτεια των Μνημονίων έχει προκαλέσει τεκτονικές ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα. Έτσι, σε ένα τμήμα του προοδευτικού μεσαίου χώρου υπάρχει σήμερα κρίση πολιτικής εκπροσώπησης. Το βάρος της συγκρότησης ενός προοδευτικού πόλου πέφτει εκ των πραγμάτων στη μεγαλύτερη δύναμη” και προσθέτοντας ότι “στην Ελλάδα, διαχρονικά υπήρχαν δύο ισχυροί πολιτικοί πόλοι. Αυτός της δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης και αυτός της συντηρητικής. Τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του 2000, αυτό το ζήσαμε με τη μορφή ενός άγονου δικομματισμού. Σήμερα δίνεται η ευκαιρία να περάσουμε σε έναν γόνιμο διπολισμό ανάμεσα στην προοδευτική και τη συντηρητική παράταξη”.
Είναι φανερό, από αυτή την τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, υιοθετώντας την γραμμή των “δύο ισχυρών πολιτικών πόλων” για τη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος, αναλαμβάνει ρόλο για την επανεδραίωση του αστικού δικομματισμού. Μιλώντας κυνικά για “ευκαιρία να περάσουμε σε έναν γόνιμο διπολισμό” σπεύδει να εκμεταλλευθεί την “κρίση πολιτικής εκπροσώπησης ενός τμήματος του προοδευτικού χώρου”, δηλαδή, την αποσύνθεση των λεγόμενων “κεντρώων” κομμάτων για να απορροφήσει και να σύρει τις δυνάμεις τους κάτω από την ομπρέλα του “προοδευτικού πόλου”, που λανσάρει κατά απομίμηση μιας ανάλογης πρακτικής που είχε ακολουθήσει και το ΠΑΣΟΚ μεταπολιτευτικά λανσάροντας τον “πόλο της αλλαγής”.
Γι’ αυτό το σκοπό, ήδη, προβαίνει σε μια σειρά κινήσεις. Άλλες δημόσιες, όπως η εκδήλωση που οργάνωσε στο Μέ­γαρο Μουσικής με θέμα “το στοίχημα της συμφωνίας των Πρεσπών”, με ομιλητές τον Αλ. Τσίπρα, αλλά και ένα φάσμα παραγόντων, όπως ο βουλευτής του Ποταμιού Σπ. Δανέλης, ο Γ. Ραγκούσης και ο Ν .Μπίστης του ΠΑΣΟΚικού χώρου, ο γνωστός για την αντικομμουνιστική αναθεώρηση της ιστορίας Ν. Μαρατζίδης κ.α. του “μεσαίου χώρου” . Άλλες παρασκηνιακές, όπως η επίσκεψη που “μαρτύρησε” ο αστικός τύπος οτι έκανε “το μισό υπουργικό συμβούλιο με επικεφαλής τον Αλ.Τσίπρα” στον γηραιό “έμπιστο συνεργάτη του Α. Παπανδρέου”, Αντ. Λιβάνη, τη μέρα της γιορτής του, την ίδια ώρα που τον επισκέφθηκαν και πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ υπό τη Φ.Γεννηματά… Ενώ δεν λείπουν και οι πλαγιοκοπήσεις του εγχώριου ΠΑΣΟΚικού χώρου μέσω της ΕΕ, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναπτύξει σχέσεις με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ προσπαθεί και αυτή να αποσπάσει λεία από τα αποσαρθρούμενα “κεντρώα” κόμματα, αλλά ταυτόχρονα και από το χώρο της ακροδεξιάς που κινείται εκτός των γραμμών της, προσπαθώντας να περιορίσει εκλογικές απώλειες της από τη Χρυσή Αυγή και από μικρά ακροδεξιά κόμματα που έχουν σχηματισθεί ή υπάρχουν, όπως αυτό του Μπαλτάκου με τον οποίο επιχειρεί, τώρα, συνεργασία ο Π. Καμμένος. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση ο Κ. Μητσοτάκης αναπτύσσει ακροδεξιό λόγο και έχει ενισχύσει την εθνικιστική ρητορική του, ειδικά με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών, όπου η ΝΔ έδωσε τη στήριξή της και στα εθνικιστικά συλλαλητήρια.
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, με άξονα τώρα τη συμφωνία των Πρεσπών και κυρίως με τα μάτια στραμμένα στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση, αυξάνουν με την αντιπαράθεσή τους την πολιτική ένταση και πόλωση, δημιουργώντας ένα κλίμα, που από τη μια, συνθλίβει τα μικρότερα αστικά κόμματα και, από την άλλη, προδιαγράφει με ποιους όρους και κάτω από ποιους εκβιασμούς και κινδυνολογίες θα εξελιχθεί η εκλογική αντιπαράθεση.
Απέναντι σ’αυτό το κλίμα η πραγματική αριστερά καλείται να δώσει μια σκληρή πολιτική μάχη με στόχο να αποκρουσθεί η παγίδευση των λαϊκών δυνάμεων στις δαγκάνες του αστικού δικομματισμού που αναπαράγουν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ και η οποία έχει σαν αποτέλεσμα τη συνέχιση της βαθιά αντιλαϊκής πολιτικής.
(φωτογραφία «εξωφύλλου»: Pieter Bruegel «οι ανάπηροι»