Κόντρα με τη λογική της δημιουργίας ξεχωριστών παραταξιακών "κέντρων αγώνα"
Οι εργαζόμενοι πρέπει να προετοιμάσουν τη δική τους απάντηση με όπλο το σωματείο και την απεργία
Οι εργαζόμενοι πρέπει να προετοιμάσουν τη δική τους απάντηση με όπλο το σωματείο και την απεργία
Μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας
μεταξύ κυβέρνησης και «δανειστών» στο Eurogroup της 20/2/2017, επίσημα
πλέον δρομολογούνται προς ψήφιση νέα μέτρα μείωσης του αφορολόγητου,
μείωσης των συντάξεων καθώς και αύξησης του ορίου ομαδικών απολύσεων.
Ακόμα και αν τα μέτρα δεν
προσδιορίστηκαν με νούμερα και παρά τα παραμύθια των κυβερνητικών
εκπροσώπων περί αντισταθμιστικών μέτρων και εξόδου από την κρίση, αυτό
που σίγουρα έγινε ξεκάθαρο είναι ότι και το 2018 και το 2019 και τα
επόμενα πολλά χρόνια η μνημονιακή πολιτική της λιτότητας και των
περικοπών θα εντείνεται. Είτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίσει να
βρίσκεται στην εξουσία, είτε πάρουν τη σκυτάλη άλλοι υποψήφιοι
επίδοξοι διαχειριστές της κρίσης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - Ποτάμι κλπ, οι δανειστές
θα προστάζουν μνημόνια και η αντιλαϊκή αντεργατική πολιτική της
φορολεηλασίας και της κατεδάφισης δικαιωμάτων θα εντείνεται μέχρι να
βρει ανάχωμα ένα μαζικό μαχητικό συνδικαλιστικό και λαϊκό κίνημα
αντίστασης .
Αυτό λοιπόν που προβάλλει σήμερα ως αναγκαίο είναι η πάλη για την ανασύνταξη των εργαζομένων, για τη συσπείρωσή τους στα σωματεία και το δυνάμωμα του συλλογικού αγώνα, για τη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων που θα μπορέσουν να γεννήσουν νέους πανεργατικούς πανελλαδικούς αγώνες και απεργίες, που θα μπορέσουν να γεννήσουν ένα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα.
Αυτό λοιπόν που προβάλλει σήμερα ως αναγκαίο είναι η πάλη για την ανασύνταξη των εργαζομένων, για τη συσπείρωσή τους στα σωματεία και το δυνάμωμα του συλλογικού αγώνα, για τη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων που θα μπορέσουν να γεννήσουν νέους πανεργατικούς πανελλαδικούς αγώνες και απεργίες, που θα μπορέσουν να γεννήσουν ένα ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα.
Σήμερα, η ανάπτυξη ενός τέτοιου αγώνα υπονομεύεται καταρχήν από την ίδια του την ηγεσία, ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και ΜΕΤΑ, που μπροστά στα νέα αντεργατικά μέτρα και στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, όχι απλά κρατάνε τα σωματεία σε πλήρη παραλυσία και αρνούνται να οργανώσουν κινητοποίησεις, αλλά δεν μπαίνουν καν στο κόπο να απαντήσουν έστω σε επίπεδο ανακοινώσεων, υπηρετώντας πιστά τον γραφειοκρατικό υποταγμένο συνδικαλισμό.
Από την άλλη οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ επιμένουν να ταυτίζουν την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος με την ανάπτυξη των παραταξιακών τους δυνάμεων. Απέναντι στην πλήρη αδράνεια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, απέναντι στη συρρίκνωση των σωματείων και την απαξίωσή τους από την πλειοψηφία των εργαζομένων, απέναντι στην υπονόμευση και το κουρέλιασμα κάθε συλλογικής διαδικασίας και δράσης, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ απαντάνε πάντα και παντού με έναν τρόπο «γράψου στο ΠΑΜΕ». Αρνούνται να παλέψουν για την πραγματική ανασυγκρότηση των σωματείων και τη συσπείρωση του κόσμου σε αυτά και καλούν τους εργαζόμενους να γυρίσουν πλάτη σε ΓΣΣΕ-ΑΔΕΔΥ και να συσπειρωθούν στο ΠΑΜΕ, προσπαθώντας έτσι να δώσουν σε ένα παραταξιακό κέντρο υπόσταση συνδικαλιστικού οργάνου. Στη σημερινή συγκυρία οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ απαντάνε με τη διοργάνωση ενός παραταξιακού συλλαλητηρίου που πραγματοποιήθηκε στις 21/2 και το οποίο μάλιστα χαιρέτησε ο Δ. Κουτσούμπας λέγοντας ότι η «ελπίδα βρίσκεται στη συμπόρευση με το ΚΚΕ». Προφανώς και είναι θεμιτό κάθε κόμμα ή παράταξη να διοργανώνει συλλαλητήρια, το να τα ταυτίζει όμως με τους πανεργατικούς αγώνες, όπως συνηθίζει να κάνει το ΠΑΜΕ, αυτό δεν μπορεί παρά να λειτουργεί υπονομευτικά στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα. Το ΠΑΜΕ δεν είναι συνδικαλιστικό όργανο, δεν μπορεί να διοργανώσει πανεργατικά συλλαλητήρια, πόσο μάλλον πανελλαδικές πανεργατικές απεργίες και όποτε το επιχείρησε κατέληξε σε φιάσκο. Άλλωστε στο διαταύτα οι προτάσεις που κάνουν οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ μέσα στη ΓΣΣΕ και την ΑΔΕΔΥ δεν απέχουν πολύ από τη λογική των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, δηλαδή τη λογική της διαργάνωσης απεργιακών κινητοποιήσεων συνήθως λίγες μέρες πριν από την ψήφιση των μέτρων. Όσο λοιπόν και αν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ προσπαθούν να διατηρήσουν την «καθαρότητά τους» διαδηλώνοντας σε ξεχωριστές πλατείες από τις ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, στην πραγματικότητα οι προτάσεις τους έχουν ψηφιστεί και έχουν ξελασπώσει ουκ ολίγες φορές τις ξεπουλημένες παρατάξεις ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ.
Στη λογική της δημιουργίας ενός ξεχωριστού κέντρου αγώνα όπως το ΠΑΜΕ, κινείται και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνοντας τη δική της απάντηση στη σημερινή αδράνεια των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Ένα υπερ-αγωνιστικό πλαίσιο δράσης στο οποίο διατυπώνονται από απλές οικονομικές διεκδικήσεις έως αιτήματα εθνικοποίησης τραπεζών και ανατροπής του καπιταλισμού αποτελεί την ελάχιστη συμφωνία που ενώνει συνδικαλιστικές παρατάξεις, τα σωματεία τα οποία ελέγχουν καθώς και άλλες συλλογικότητες και συνδικαλιστές, και αυτό αποτελεί ένα ξεχωριστό κέντρο αγώνα το οποίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ονομάζει « Πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων για συντονισμό» και το οποίο επί της ουσίας πάει να αντιγράψει το ΠΑΜΕ.
Στην ίδια λοιπόν λογική η Πρωτοβουλία αυτή καλεί σε συλλαλητήριο στις 2/3.
Απάντηση στη σημερινή υποχώρηση του συνδικαλιστικού κινήματος και στις ξεπουλημένες δυνάμεις που ηγεμονεύουν σε αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει κανένα παραταξιακό συλλαλητήριο, όπως και καμία συνένωση «κόκκινων» πρωτοβάθμιων σωματείων δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ρόλο της ΓΣΣΕ και της ΑΔΕΔΥ καθώς και των μεγάλων ομοσπονδιών.
Στην πραγματικότητα οι δυνάμεις που απαντάνε με τη δημιουργία ξεχωριστών κέντρων αγώνα, εγκαταλείπουν τη δύσκολη και σκληρή μάχη που πρέπει να δωθεί μέσα στα σωματεία για την ανατροπή των συμβιβασμένων ηγεσιών τους και τη μαζικοποίησή τους.
Ουσιαστικά βάζουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί και επαναπαύονται στην εύκολη «λύση» της συμπόρευσης των μυημένων.
Όσα συλλαλητήρια και αν συγκαλέσει το ΠΑΜΕ ή η Πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων δεν μπορούν να έχουν και δεν έχουν κανένα αντίκτυπο στην πλειοψηφία των εργαζομένων και τους χώρους δουλειάς.
Αυτό που είναι σήμερα αναγκαίο για την πραγματική ανασυγκρότηση ενός ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, μαζικού και μαχητικού, ικανού να βάλει φραγμό στη νέα επίθεση, είναι η πάλη και ο αγώνας μέσα στα σωματεία και τις ομοσπονδίες, μέσα στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, για να αποσυνδεθεί στη συ-νείδηση του εργαζόμενου ο συνδικαλισμός από τις ξεπουλημένες ηγεσίες του και να καταφέρει να τις ανατρέψει, να ανακτήσει την πίστη του στο σωματείο, να γίνει ενεργό μέλος μέσα σε αυτό και να παλέψει για τη σύγκληση γενικών συνελεύσεων με στόχο την ανάπτυξη ενός πανεργατικού πανελλαδικού παρατεταμένου αγώνα. Ακόμα λοιπόν και αν, διακηρυκτικά τουλάχιστο,ν ο παραπάνω στόχος φαίνεται να είναι κοινός για πολλές δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, στην πραγματικότητα όταν αυτές οι δυνάμεις βλέπουν ως πρόβλημα τη δομή των συνδικαλιστικών οργάνων, όταν προτείνουν ως λύση τη δημιουργία ξεχωριστών «κόκκινων» κέντρων αγώνα, εγκαταλείπουν αυτόν το στόχο.
Όχι απλά δεν ενισχύουν αλλά τελικά υπονομεύουν την πάλη για την ανασυγκρότηση ενός ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος.