Με την ανοχή και κάλυψη από ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ
Απροκάλυπτες αμφισβητήσεις
των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων
Επικίνδυνη κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων
Επικίνδυνη κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων αποτέλεσε η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης από τον Ερντογάν.
Αν και οι τουρκικές επεκτατικές βλέψεις
στο Αιγαίο (και όχι μόνο) δεν είναι καινούργιες αλλά αναπαράγονται εδώ
και πολλά χρόνια, οι «διαπιστώσεις» του Ερντογάν συνιστούν την πιο
απροκάλυπτη απειλή κατά των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, και
αποκτούν στις τωρινές συνθήκες ιδιαίτερη σημασία, καθώς μάλιστα στην
ευρύτερη περιοχή τα τεκταινόμενα εγκυμονούν τον κίνδυνο μιας γενικευμένη
ανάφλεξης.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας η αντιπολίτευση (CHP), υπερακοντίζοντας σε εθνικιστικές κορώνες, κατηγόρησε την κυβέρνηση (ACP) για ενδοτική στάση, που επιτρέπει την κατοχή από την Ελλάδα νησιών, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου. Ανάλογες απειλές εκτοξεύονται και κατά της Κύπρου. ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και ΕΕ, με αμφίσημες «διπλωματικές» διατυπώσεις συντηρούν τις υπάρχουσες εντάσεις. Με τη δήθεν κατευναστική στάση των «ίσων αποστάσεων», στην πράξη ενθαρρύνουν την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων. Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανίστηκε η έγερση «τσάμικου ζητήματος»... Τα γεγονότα δείχνουν πού οδηγεί η πολιτική της υποτέλειας, η προσήλωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στα αμερικανονατοϊκά κελεύσματα.
Στο εσωτερικό της Τουρκίας η αντιπολίτευση (CHP), υπερακοντίζοντας σε εθνικιστικές κορώνες, κατηγόρησε την κυβέρνηση (ACP) για ενδοτική στάση, που επιτρέπει την κατοχή από την Ελλάδα νησιών, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου. Ανάλογες απειλές εκτοξεύονται και κατά της Κύπρου. ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και ΕΕ, με αμφίσημες «διπλωματικές» διατυπώσεις συντηρούν τις υπάρχουσες εντάσεις. Με τη δήθεν κατευναστική στάση των «ίσων αποστάσεων», στην πράξη ενθαρρύνουν την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων. Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανίστηκε η έγερση «τσάμικου ζητήματος»... Τα γεγονότα δείχνουν πού οδηγεί η πολιτική της υποτέλειας, η προσήλωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στα αμερικανονατοϊκά κελεύσματα.
Κοντά σ' αυτά προστίθενται οι
εθνικιστικές φωνές της γειτονικής ΠΓΔΜ. Φωνές που, ανατροφοδοτούμενες,
αναζητούν «ένδοξο παρελθόν» και «αλύτρωτες πατρίδες», εξυπηρετούν
επιδέξια τους διχαστικούς σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών.
Το «γκρίζο» πολιτικό σκηνικό συμπληρώνεται από τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου στο Αιγαίο, που πυκνώνουν ύστερα από την προσωρινή ανάπαυλά τους μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία. Τελευταία, μάλιστα, η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων προσλαμβάνει νέα χαρακτηριστικά, καθώς στις προκλητικές διελεύσεις τουρκικών πολεμικών πλοίων, προστίθενται και υποβρύχια, που αλωνίζουν τις παράκτιες περιοχές των νησιών. Στις συνθήκες αυτές, παρά την οικονομική κρίση και τους κάλπικους κυβερνητικούς ισχυρισμούς για δήθεν περιορισμό των αμυντικών δαπανών, ενισχύονται θεαματικά οι στρατιωτικές προετοιμασίες.
Για μια ακόμα φορά αποκαλύπτεται η ψευτιά των κηρυγμάτων της υποτέλειας που αναθέτουν την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στην ομπρέλα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Όσο για τις επικλήσεις του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου των Θαλασσών, αυτές χρησιμεύουν μόνο για εσωτερική κατανάλωση, καθώς οι ισχυρές δυνάμεις τις ερμηνεύουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους ή τις αγνοούν.
Το τοπίο αυτό «χρωματίζεται» με τη γενικευμένη αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης στα «εξ ων συνετέθη». Το Μαυροβούνιο ταλαντεύεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της ΝΑΤΟϊκής ένταξής του και των έντονων αντιρρήσεων της Μόσχας. Στο τρίγωνο Σερβίας, Κοσσυφοπεδίου και Αλβανίας παραμένουν ανοιχτές βαθιές πληγές, που οξύνουν εθνικιστικές αντιθέσεις. Όσο για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία δέχονται τις ασφυκτικές πιέσεις για τη μετατροπή τους σε προπύργιο της στρατιωτικής αμερικανονατοϊκής επέκτασης προς στα ρωσικά σύνορα.Η προβολή από την κυβέρνηση του «συγκριτικού» πλεονεκτήματος της Ελλάδας σαν παράδειγμα και πόλο ασφάλειας και σταθερότητας είναι μισή αλήθεια.
Αν και η χώρα δεν εμπλέκεται σε εμφύλιες συρράξεις ή εμπόλεμες καταστάσεις, κατατρέχεται από την οικονομική κρίση και αβεβαιότητα, από πολιτική ρευστότητα και απειλείται όχι μόνο από τις εθνικιστικές βλέψεις, που αναθερμαίνονται από τους μεγάλους «εταίρους» και «φίλους» της, σε μια περιοχή που μυρίζει μπαρούτι, αλλά γιατί εμπλέκεται -και την εμπλέκουν- ολοένα και πιο ενεργά στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων, που μαίνονται στη γειτονιά μας.
Το «γκρίζο» πολιτικό σκηνικό συμπληρώνεται από τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου στο Αιγαίο, που πυκνώνουν ύστερα από την προσωρινή ανάπαυλά τους μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία. Τελευταία, μάλιστα, η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων προσλαμβάνει νέα χαρακτηριστικά, καθώς στις προκλητικές διελεύσεις τουρκικών πολεμικών πλοίων, προστίθενται και υποβρύχια, που αλωνίζουν τις παράκτιες περιοχές των νησιών. Στις συνθήκες αυτές, παρά την οικονομική κρίση και τους κάλπικους κυβερνητικούς ισχυρισμούς για δήθεν περιορισμό των αμυντικών δαπανών, ενισχύονται θεαματικά οι στρατιωτικές προετοιμασίες.
Για μια ακόμα φορά αποκαλύπτεται η ψευτιά των κηρυγμάτων της υποτέλειας που αναθέτουν την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στην ομπρέλα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Όσο για τις επικλήσεις του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου των Θαλασσών, αυτές χρησιμεύουν μόνο για εσωτερική κατανάλωση, καθώς οι ισχυρές δυνάμεις τις ερμηνεύουν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους ή τις αγνοούν.
Το τοπίο αυτό «χρωματίζεται» με τη γενικευμένη αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης στα «εξ ων συνετέθη». Το Μαυροβούνιο ταλαντεύεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της ΝΑΤΟϊκής ένταξής του και των έντονων αντιρρήσεων της Μόσχας. Στο τρίγωνο Σερβίας, Κοσσυφοπεδίου και Αλβανίας παραμένουν ανοιχτές βαθιές πληγές, που οξύνουν εθνικιστικές αντιθέσεις. Όσο για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία δέχονται τις ασφυκτικές πιέσεις για τη μετατροπή τους σε προπύργιο της στρατιωτικής αμερικανονατοϊκής επέκτασης προς στα ρωσικά σύνορα.Η προβολή από την κυβέρνηση του «συγκριτικού» πλεονεκτήματος της Ελλάδας σαν παράδειγμα και πόλο ασφάλειας και σταθερότητας είναι μισή αλήθεια.
Αν και η χώρα δεν εμπλέκεται σε εμφύλιες συρράξεις ή εμπόλεμες καταστάσεις, κατατρέχεται από την οικονομική κρίση και αβεβαιότητα, από πολιτική ρευστότητα και απειλείται όχι μόνο από τις εθνικιστικές βλέψεις, που αναθερμαίνονται από τους μεγάλους «εταίρους» και «φίλους» της, σε μια περιοχή που μυρίζει μπαρούτι, αλλά γιατί εμπλέκεται -και την εμπλέκουν- ολοένα και πιο ενεργά στη δίνη των πολεμικών συγκρούσεων, που μαίνονται στη γειτονιά μας.
Απειλητικά μηνύματα με πολλούς αποδέκτες
Οι αναφορές Ερντογάν, για τη Συνθήκη της
Λοζάνης, σαν άδικης για την Τουρκία και σαν αποτέλεσμα των
ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων εκείνης της εποχής, στρέφονται καταρχήν
ενάντια στο κεμαλικό κατεστημένο καθώς για πρώτη φορά Τούρκος Πρόεδρος
βάλλει ανοιχτά κατά του ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Στόχος
του, πέρα από αντιπολιτευτικός -κατά του κύριου πολιτικού αντιπάλου του,
τού κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, είναι η επανασύνδεση
της Τουρκίας με το όραμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα από την
αποδόμηση του κεμαλισμού. Μένει βέβαια να φανεί αν ο Ερντογάν θα πετύχει
αυτό το εγχείρημα να παρουσιαστεί ο κεμαλισμός σαν μια παρένθεση στην
Ιστορία της Τουρκίας.
Δεν είναι τυχαία η συγκυρία που επιλέχθηκε για την αμφισβήτηση της Συμφωνίας της Λοζάνης, καθώς σήμερα η Τουρκία βρίσκεται υπό την απειλή επαναπροσδιορισμού των συνόρων της, με τις εξελίξεις στη Συρία και το Ιράκ. Ο Ερντογάν εγγράφει υποθήκες για το μέλλον, στέλνει το μήνυμα σε όσους συζητούν ή σχεδιάζουν έναν επαναπροσδιορισμό των ΝΑ τουρκικών συνόρων, ιδιαίτερα, με την πιθανή δημιουργία κουρδικού κράτους. Διαμηνύει ότι η ίδια λογική, με την οποία η ίδρυση κουρδικού κράτους βάζει σε αμφισβήτηση τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας, μπορεί να έχει εφαρμογή και για το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου στα δυτικά σύνορα της χώρας του.
Δεν είναι τυχαία η συγκυρία που επιλέχθηκε για την αμφισβήτηση της Συμφωνίας της Λοζάνης, καθώς σήμερα η Τουρκία βρίσκεται υπό την απειλή επαναπροσδιορισμού των συνόρων της, με τις εξελίξεις στη Συρία και το Ιράκ. Ο Ερντογάν εγγράφει υποθήκες για το μέλλον, στέλνει το μήνυμα σε όσους συζητούν ή σχεδιάζουν έναν επαναπροσδιορισμό των ΝΑ τουρκικών συνόρων, ιδιαίτερα, με την πιθανή δημιουργία κουρδικού κράτους. Διαμηνύει ότι η ίδια λογική, με την οποία η ίδρυση κουρδικού κράτους βάζει σε αμφισβήτηση τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας, μπορεί να έχει εφαρμογή και για το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου στα δυτικά σύνορα της χώρας του.
Το πρόσφατο χρονικό της αμφισβήτησης των συνόρων
Ο χορός της αμφισβήτησης της ελληνικής
εδαφικής κυριαρχίας ξεκίνησε με τις δηλώσεις του Ερντογάν, ο οποίος σε
ομιλία του στην Άγκυρα -σύμφωνα με την τουρκική «Hurriyet»- είπε: «Το
1920 μας απείλησαν με τη Συνθήκη των Σεβρών για να μας πείσουν το 1923
για τη Συνθήκη της Λοζάνης. Κάποιοι προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν,
παρουσιάζοντας αυτό ως νίκη». «Με τη Συνθήκη της Λοζάνης δώσαμε τα νησιά
(του Αιγαίου) που αν φωνάξεις θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη;».
Κάνοντας πιο συγκεκριμένο το μήνυμά του, ο Τούρκος πρόεδρος ανάφερε ότι
«ακόμα παλεύουμε σχετικά με τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας, καθώς και
του εναέριου και εδαφικού χώρου μας», εξηγώντας ότι «ο λόγος γι' αυτό
βρίσκεται σε όσους έκατσαν στο τραπέζι γι' αυτή τη Συνθήκη. Όσοι έκατσαν
εκεί δεν μας απέδωσαν δικαιοσύνη και τώρα εμείς θερίζουμε αυτά τα
προβλήματα».
Απαντώντας στον Ερντογάν ο αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Κιλιτσντάρογλου, χαρακτήρισε «απαράδεκτες» τις δηλώσεις Ερντογάν καλώντας τον όμως «να κοιτάξει πρώτα τα 16 νησιά, που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία»! Πιο αναλυτικά τουρκικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι κατά τη συνεδρίαση Κεντρικής Επιτροπής του CHP ο αντιπρόεδρος του κόμματος, Γιλμάζ, δήλωσε ότι «όσοι είχαν καθίσει σε κείνο το τραπέζι (για τη Συνθήκη της Λοζάνης) είχαν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αλλά δεν έχουν κάνει το ίδιο αυτοί που έχουν την εξουσία εδώ και 14 χρόνια. Τα 16 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο, είναι υπό την κατοχή της Ελλάδας, όχι επειδή τα έδωσαν αυτοί που βρίσκονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Λοζάνης, αλλά λόγω της ανικανότητας αυτών που έχουν σήμερα την εξουσία»...
Ανταπαντώντας το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, αποσαφηνίζει τις τουρκικές προθέσεις: «Είναι γεγονός ότι υπάρχουν μια σειρά από αλληλένδετα προβλήματα σε σχέση με το Αιγαίο. Μεταξύ των προβλημάτων αυτών περιλαμβάνεται και η κυριότητα ορισμένων νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο και σε σύνδεση με αυτό, το ότι δεν υπάρχουν μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας θαλάσσια σύνορα που να έχουν καθοριστεί με διεθνή συμφωνία που έχει ισχύ. Όπως είναι γνωστό, τα ζητήματα του Αιγαίου εξετάζονται στο πλαίσιο των υφιστάμενων μηχανισμών διαλόγου με την Ελλάδα». Με αυτή την τοποθέτηση γίνεται φανερό ότι οι πολύχρονες μυστικές διμερείς διαβουλεύσεις επεκτείνονται σε ολοένα και ευρύτερο φάσμα των τουρκικών διεκδικήσεων. Και αποδείχνονται προσχηματικές, για εσωτερική κατανάλωση, οι θέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων συμπεριλαμβανόμενης και της σημερινής ότι «το μοναδικό αντικείμενο των διερευνητικών επαφών ήταν και είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας».
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μ. Σέφερ, σχολιάζοντας τις δηλώσεις Ερντογάν, απάντησε: «Δεν γνωρίζω τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου... Για τη γερμανική κυβέρνηση μπορώ μόνο να πω ότι μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές εδώ και καιρό, εδώ και δεκαετίες, διαφορές απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά και κατά τα άλλα απέχει μίας έκφρασης άποψης και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός». Στην επισήμανση ότι ο Τούρκος Πρόεδρος αναφέρθηκε σε νησιά, επανέλαβε: «Δεν γνωρίζω τη δήλωση του κ. Ερντογάν και δυστυχώς δεν μου είναι δυνατό να αντιδράσω σε αυτό». Ακόμα κι όταν ρωτήθηκε εάν η Λέσβος, η Χίος και η Λήμνος είναι ελληνικά νησιά, απάντησε: «Επαναλαμβάνω αυτό που είπα»!
Στην ίδια κατεύθυνση και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, διατυπώνει την από χρόνια καθιερωμένη γραμμή των «ίσων αποστάσεων» στις λεγόμενες ελληνοτουρκικές διαφορές. Εκπρόσωπός του σχολιάζοντας τις δηλώσεις Ερντογάν, υποστήριζε ότι: «η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν επί μακρόν εδραιωμένους διπλωματικούς διαύλους για την αντιμετώπιση των θεμάτων του Αιγαίου», συμπληρώνοντας: «Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενθαρρύνει την Τουρκία και την Ελλάδα να εργαστούν από κοινού για να διατηρήσουν καλές γειτονικές σχέσεις και να διασφαλίσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Η σταθερότητα στο Αιγαίο είναι προς το συμφέρον ολόκληρης της περιοχής».
Θέση που σε συνδυασμό με την, προ πολλού, Νατοϊκή κατάργηση των ελληνοτουρκικών συνόρων ενθαρρύνει την Τουρκία για την ενίσχυση και «νομιμοποίηση» των επεκτατικών φιλοδοξιών της.
Η τυπική «ουδετερότητα» ΗΠΑ, Γερμανίας, νομιμοποιώντας τις κάθε λογής αμφισβητήσεις της κυριαρχίας της Ελλάδας, ξεμπροστιάζει τους προπαγανδιστικούς ισχυρισμούς για τα κοινά σύνορα Ελλάδας και Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες, μπροστά στην εξυπηρέτηση των υψηλών πολιτικών σκοπιμοτήτων τους, καμώνονται πως δεν γνωρίζουν τα σύνορα της «επικράτειάς» τους.
Απαντώντας στον Ερντογάν ο αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Κιλιτσντάρογλου, χαρακτήρισε «απαράδεκτες» τις δηλώσεις Ερντογάν καλώντας τον όμως «να κοιτάξει πρώτα τα 16 νησιά, που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία»! Πιο αναλυτικά τουρκικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι κατά τη συνεδρίαση Κεντρικής Επιτροπής του CHP ο αντιπρόεδρος του κόμματος, Γιλμάζ, δήλωσε ότι «όσοι είχαν καθίσει σε κείνο το τραπέζι (για τη Συνθήκη της Λοζάνης) είχαν σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αλλά δεν έχουν κάνει το ίδιο αυτοί που έχουν την εξουσία εδώ και 14 χρόνια. Τα 16 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο, είναι υπό την κατοχή της Ελλάδας, όχι επειδή τα έδωσαν αυτοί που βρίσκονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Λοζάνης, αλλά λόγω της ανικανότητας αυτών που έχουν σήμερα την εξουσία»...
Ανταπαντώντας το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, αποσαφηνίζει τις τουρκικές προθέσεις: «Είναι γεγονός ότι υπάρχουν μια σειρά από αλληλένδετα προβλήματα σε σχέση με το Αιγαίο. Μεταξύ των προβλημάτων αυτών περιλαμβάνεται και η κυριότητα ορισμένων νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο και σε σύνδεση με αυτό, το ότι δεν υπάρχουν μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας θαλάσσια σύνορα που να έχουν καθοριστεί με διεθνή συμφωνία που έχει ισχύ. Όπως είναι γνωστό, τα ζητήματα του Αιγαίου εξετάζονται στο πλαίσιο των υφιστάμενων μηχανισμών διαλόγου με την Ελλάδα». Με αυτή την τοποθέτηση γίνεται φανερό ότι οι πολύχρονες μυστικές διμερείς διαβουλεύσεις επεκτείνονται σε ολοένα και ευρύτερο φάσμα των τουρκικών διεκδικήσεων. Και αποδείχνονται προσχηματικές, για εσωτερική κατανάλωση, οι θέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων συμπεριλαμβανόμενης και της σημερινής ότι «το μοναδικό αντικείμενο των διερευνητικών επαφών ήταν και είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας».
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μ. Σέφερ, σχολιάζοντας τις δηλώσεις Ερντογάν, απάντησε: «Δεν γνωρίζω τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου... Για τη γερμανική κυβέρνηση μπορώ μόνο να πω ότι μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές εδώ και καιρό, εδώ και δεκαετίες, διαφορές απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά και κατά τα άλλα απέχει μίας έκφρασης άποψης και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός». Στην επισήμανση ότι ο Τούρκος Πρόεδρος αναφέρθηκε σε νησιά, επανέλαβε: «Δεν γνωρίζω τη δήλωση του κ. Ερντογάν και δυστυχώς δεν μου είναι δυνατό να αντιδράσω σε αυτό». Ακόμα κι όταν ρωτήθηκε εάν η Λέσβος, η Χίος και η Λήμνος είναι ελληνικά νησιά, απάντησε: «Επαναλαμβάνω αυτό που είπα»!
Στην ίδια κατεύθυνση και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, διατυπώνει την από χρόνια καθιερωμένη γραμμή των «ίσων αποστάσεων» στις λεγόμενες ελληνοτουρκικές διαφορές. Εκπρόσωπός του σχολιάζοντας τις δηλώσεις Ερντογάν, υποστήριζε ότι: «η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν επί μακρόν εδραιωμένους διπλωματικούς διαύλους για την αντιμετώπιση των θεμάτων του Αιγαίου», συμπληρώνοντας: «Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενθαρρύνει την Τουρκία και την Ελλάδα να εργαστούν από κοινού για να διατηρήσουν καλές γειτονικές σχέσεις και να διασφαλίσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Η σταθερότητα στο Αιγαίο είναι προς το συμφέρον ολόκληρης της περιοχής».
Θέση που σε συνδυασμό με την, προ πολλού, Νατοϊκή κατάργηση των ελληνοτουρκικών συνόρων ενθαρρύνει την Τουρκία για την ενίσχυση και «νομιμοποίηση» των επεκτατικών φιλοδοξιών της.
Η τυπική «ουδετερότητα» ΗΠΑ, Γερμανίας, νομιμοποιώντας τις κάθε λογής αμφισβητήσεις της κυριαρχίας της Ελλάδας, ξεμπροστιάζει τους προπαγανδιστικούς ισχυρισμούς για τα κοινά σύνορα Ελλάδας και Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες, μπροστά στην εξυπηρέτηση των υψηλών πολιτικών σκοπιμοτήτων τους, καμώνονται πως δεν γνωρίζουν τα σύνορα της «επικράτειάς» τους.
... Και «τσάμικο ζήτημα»
Ταυτόχρονα με τις τουρκικές προκλήσεις, ο
Επίτροπος της ΕΕ, αρμόδιος για τη Διεύρυνση, Γιοχάνες Χαν, σε ερώτηση
για την έγερση από την αλβανική πλευρά “τσάμικου ζητήματος”,
τοποθετήθηκε με τα παρακάτω: «Η Επιτροπή επικρότησε το γεγονός ότι οι
δύο χώρες (Ελλάδα και Αλβανία) εξετάζουν τη θέσπιση κοινού μηχανισμού,
που θα συνέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την επίλυση των
εκκρεμών διμερών ζητημάτων. Σε αυτά περιλαμβάνονται η οριοθέτηση της
ελληνοαλβανικής υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών, τα δικαιώματα
των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες και το τσάμικο ζήτημα». Στην πράξη
η Κομισιόν επικρότησε τις διεκδικήσεις των Αλβανών εθνικιστών,
αναγορεύοντάς τες σε διμερή διαφορά που εκκρεμεί και πρέπει να επιλυθεί
ανάμεσα σε Αθήνα και Τίρανα...
Μάλιστα, ο Ευρωπαίος Επίτροπος έσπευσε να προσθέσει ότι η Κομισιόν «επικρότησε τις προσπάθειες αυτές, εκφράζοντας επιδοκιμασία για την εν λόγω σημαντική νέα διπλωματική δέσμευση, σε ανταλλαγή επιστολών με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας»! Αντιδρώντας στα παραπάνω, το ελληνικό ΥΠΕΞ εξέδωσε ανακοίνωση, χαρακτηρίζοντας την ευρωπαϊκή θέση «αναληθή και απαράδεκτη».
Μάλιστα, ο Ευρωπαίος Επίτροπος έσπευσε να προσθέσει ότι η Κομισιόν «επικρότησε τις προσπάθειες αυτές, εκφράζοντας επιδοκιμασία για την εν λόγω σημαντική νέα διπλωματική δέσμευση, σε ανταλλαγή επιστολών με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας»! Αντιδρώντας στα παραπάνω, το ελληνικό ΥΠΕΞ εξέδωσε ανακοίνωση, χαρακτηρίζοντας την ευρωπαϊκή θέση «αναληθή και απαράδεκτη».