Γρήγορη αναζήτηση

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Ανάλυση για τη κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος

Με αφορμή τη γενική απεργία στις 14 Δεκέμβρη-Για την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος

     Ξυπνώντας από το βαθύ λήθαργο, με μια ανακοίνωση που φέρει τον τίτλο “ο αγώνας συνεχίζεται”, η συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ αποφάσισε την προκήρυξη πανεργατικής απεργίας για τις 14 Δεκέμβρη. Στο ίδιο μήκος κύματος την επόμενη ημέρα και η ηγεσία της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε με κάλεσμά της τη συμμετοχή σε αυτή, δίνοντας έτσι στις 14 Δεκέμβρη χαρακτήρα γενικής απεργίας. Η κινητοποίηση αυτή προκηρύσσεται μετά από πολύ μακρά περίοδο πλήρους απουσίας του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος και σχεδόν 6 μήνες μετά την τελευταία γενική απεργιακή κινητοποίηση η οποία είχε πραγματοποιηθεί στις 17 Μάη του 2017!
    Στο διάστημα αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ συνεχίζει σχεδόν ανεμπόδιστα το καταστροφικό έργο της, βυθίζοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων σε διαρκή φτώχεια και εξαθλίωση. Καμία κυβερνητική προπαγάνδα περί δήθεν “ανάκαμψης” και “δίκαιης ανάπτυξης” δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να κρύψει πως εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι ζουν κάτω από το βάρος της συνεχιζόμενης φορολεηλασίας των πενιχρών εισοδημάτων τους, πως οι συνταξιούχοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τις βάρβαρες συνέπειες του αντιασφαλιστικού νόμου “Κατρούγκαλου”. Ούτε φυσικά τα ψίχουλα του περίφημου “κοινωνικού μερίσματος” που μοιράζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να καλύψουν έστω και στοιχειωδώς τις βαρύτατες απώλειες που έχουν υποστεί τα λαϊκά νοικοκυριά από την παρατεταμένη λεηλασία των οκτώ μνημονιακών χρόνων. Πολύ περισσότερο που το μέρισμα αυτό θα διαμοιραστεί μαζί με τις νέες δόσεις του ΕΝΦΙΑ και των λοιπών χαρατσιών και την ίδια ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ βγάζει στο σφυρί σπίτια και μικρομάγαζα για να υπηρετήσει τις αρπακτικές ορέξεις του τραπεζικού κεφαλαίου.
     Η προκηρυγμένη γενική πανεργατική απεργία για τις 14 Δεκέμβρη υπογραμμίζει με έντονα γράμματα τόσο την οξυμμένη κατάσταση με την οποία είναι αντιμέτωπος ο λαός μας, αλλά και την ίδια στιγμή την εκκωφαντική σιωπή και την παρατεταμένη υποχώρηση στην οποία βρίσκεται το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα. Έχουμε υπογραμμίσει πολλές φορές, και επιβεβαιώνεται δυστυχώς με δραματικό τρόπο μπροστά σε κάθε απεργιακή κινητοποίηση τα τελευταία χρόνια, πως η πολύχρονη κυριαρχία όλων των ρεφορμιστικών αυταπατών που πολλαπλασιάστηκαν και εντάθηκαν την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στην απογοήτευση και στην υποχώρηση σήμερα.
     Όσο όμως κι αν είναι βαριές οι ευθύνες της πολιτικής και πολύ περισσότερο της δημαγωγίας του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό δεν απαλλάσσει τις κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις που ζουν και δρουν μέσα στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα και οι οποίες το έχουν οδηγήσει στην πλήρη αδράνεια. Έτσι σήμερα, οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, της ΠΑΣΚ, της ΔΑΚΕ αλλά και των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ σέρνουν τη ΓΣΕΕ στα τραπέζια της συναίνεσης και της ταξικής συνεργασίας με την κυβέρνηση. Αναγορεύονται σε “κοινωνικούς εταίρους” και ισότιμους συνομιλητές με τον ΣΕΒ και τους εκπροσώπους της μεγαλοεργοδοσίας, την ώρα που οι μεγαλοβιομήχανοι επιβάλλουν στους εργαζόμενους την πιο άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση. Οι ηγεσίες τόσο της ΓΣΕΕ όσο και της ΑΔΕΔΥ με τη στάση τους και την αδράνειά τους επιλέγουν την οδό του συμβιβασμού και της υποταγής απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική και οι ίδιες μετατρέπονται σε στηρίγματα της κυβερνητικής πολιτικής.
    Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η απεργία στις 14 Δεκέμβρη αποτελεί ένα ακόμα μετέωρο βήμα, δίχως να διαφαίνεται η αναγκαία και απαιτούμενη συνέχεια και κλιμάκωση των αγώνων των εργαζομένων ενάντια στη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική. Περισσότερο αποκτά χαρακτήρα μιας εθιμοτυπικής κινητοποίησης, μιας και μόλις λίγες ημέρες αργότερα η κυβέρνηση προγραμματίζει την κατάθεση του νέου αντιλαϊκού Προϋπολογισμού.
    Η γύμνια και η υποταγή των κυρίαρχων δυνάμεων δεν μπορεί όμως να ξεπεραστεί και να αντιμετωπιστεί με τη στάση του ΠΑΜΕ. Η ηγεσία τους, αφού πρώτα αναγόρευσε το ΠΑΜΕ σαν το λεγόμενο “ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα” αραδιάζοντας υπογραφές και σφραγίδες σωματείων, εργατικών κέντρων και Ομοσπονδιών, επιδόθηκε στη συνέχεια σε μια σειρά από παραταξιακές κινητοποιήσεις και φιέστες, οι οποίες βρίθουν από “ταξικότητα” και “αντικαπιταλιστικές ανατροπές” αλλά όμως δεν οδηγούν πουθενά. Αντίθετα καταλήγουν πάντα στο ίδιο αδιέξοδο, αφού η μόνη προοπτική που προβάλλει το ΠΑΜΕ στους εργαζόμενους είναι αυτή της θολής και γενικόλογης “λαϊκής εξουσίας”. Φροντίζει όμως επιμελώς να κρύψει τα αδιέξοδα και τη χρεοκοπία της γραμμής του καταγγέλλοντας όσους αντιπαρατίθενται στην πολιτική του, επειδή δεν ευθυγραμμίζονται με τις επιλογές του. Άραγε ποιον απολογισμό έκανε το ΠΑΜΕ όταν βροντούσε κι άστραφτε για “να μην τολμήσει να φέρει η κυβέρνηση τον αντιασφαλιστικό νόμο” και το ίδιο καλούσε σε 3ήμερο(!!) παλλαϊκό ξεσηκωμό; Τι απέγινε η μάχη για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην οποία μάλιστα μπήκαν πάνω από 900 Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα και πρωτοβάθμια σωματεία σύμφωνα με την ηγεσία του; Στην πραγματικότητα η αδιέξοδη πολιτική της ηγεσίας του ΠΑΜΕ, που διασπά την ενότητα των αγώνων των εργαζομένων στη βάση μάλιστα της “ταξικής καθαρότητας”, αναπαράγει και εντείνει την υπάρχουσα απογοήτευση και υποχώρηση.
    Την ίδια όμως πολιτική υπηρετούν και οι καρικατούρες των διαφόρων “συντονισμών πρωτοβάθμιων σωματείων” που στήνουν οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ – ΣΕΚ) για να αντιμετωπίσουν υποτίθεται την ανυποληψία και την αδράνεια των ξεπουλημένων ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Στην πραγματικότητα αναπαράγουν σαν κακέκτυπα την πολιτική του ΠΑΜΕ, στήνοντας διάφορα παράκεντρα που δεν έχουν καμία σχέση με τον πραγματικό αγωνιστικό συντονισμό των σωματείων. Συναγωνίζονται μάλιστα τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ σε “ταξικότητα” και πούρο “αντικαπιταλισμό”, προβάλλοντας συνθήματα που φτάνουν να αναπαράγουν το περίφημο μεταβατικό – ρεφορμιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις με εργατικό έλεγχο κλπ).
   Η μακρά περίοδος της υποχώρησης του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με τη φυγή ούτε πολύ περισσότερο με τη διάσπαση και την περιχαράκωση των εργαζομένων. Δρουν όμως επιζήμια και οι απόψεις εκείνες που θεωρούν πως τα σωματεία είναι χρεοκοπημένα αφού ο κόσμος δεν συμμετέχει σ’ αυτά και πως πρέπει να αναζητηθεί διέξοδος στην κοινή δράση που καταλήγει να ανακυκλώνεται ανάμεσα στις διάφορες συλλογικότητες και οργανώσεις της “εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς”.
    Θεωρούμε πως στις σημερινές συνθήκες είναι αναγκαία η μαζικοποίηση των πρωτοβάθμιων σωματείων, η συσπείρωση των εργαζομένων σε αυτά σε αγωνιστική κατεύθυνση. Είναι ευθύνη των ταξικών δυνάμεων να παλέψουν με συνέπεια και επιμονή ώστε να αποκτήσει ο κόσμος της δουλειάς και της πάλης την απαιτούμενη εμπιστοσύνη πως μόνο μέσα από τον οργανωμένο, μαζικό και παρατεταμένο αγώνα του μπορεί να βάλει φραγμό στη βαρβαρότητα της κυρίαρχης πολιτικής.
  Μέσα από την αναστύλωση μαζικών και μαχητικών συνδικάτων μπορεί να επιτευχθεί η πλατύτερη ενότητα των εργαζομένων και των αγώνων τους στη βάση της υπεράσπισης, πρώτα και κύρια, των ζωτικών τους αιτημάτων και συμφερόντων, αλλά και για την αναχαίτιση και ανατροπή της βάρβαρης αντεργατικής και αντιλαϊκής πολιτικής των μνημονίων.
   Η κατεύθυνση αυτή περνά μέσα από την ανασυγκρότηση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος σε ταξική και αγωνιστική κατεύθυνση. Αυτό υπαγορεύει στις πραγματικά ταξικές δυνάμεις την αδιάκοπη πάλη και σύγκρουση με τη γραμμή του ρεφορμισμού και της υποταγής στην αστική πολιτική, που σήμερα εκφράζεται από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις των αστικών κομμάτων των ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Αυτή η υπόθεση περνά μέσα από την ανασύνταξη των σωματείων σε αντιπαράθεση με τη γραμμή της περιχαράκωσης και της διάσπασης αλλά και της φυγής από αυτά.
   Κάτω από αυτό το πρίσμα, η γενική απεργία στις 14 Δεκέμβρη θα πρέπει να μετατραπεί σε βήμα πανεργατικής και παλλαϊκής καταγγελίας της αντιλαϊκής πολιτικής και όχι πυροτέχνημα εκτόνωσης της λαϊκής οργής και αγανάκτησης που βέβαια υπάρχει. Ο λόγος και το βάρος πέφτει στις συνεπείς δυνάμεις του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος ώστε να αποκτήσει η γενική απεργία τα πιο μαζικά και μαχητικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα να ανοίξει ξανά ο δρόμος για νέους παρατεταμένους αγώνες ενάντια στη βάρβαρη αντιλαϊκή πολιτική των μνημονίων.