Γρήγορη αναζήτηση

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Οι υποτελείς συμφωνίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνουν την οικονομική υποδούλωση, την εξάρτηση και την ιμπεριαλιστική εποπτεία


ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ Μ-Λ ΚΚΕ  

Οι υποτελείς συμφωνίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνουν την οικονομική υποδούλωση, την εξάρτηση και την ιμπεριαλιστική εποπτεία
Ελπίδα και αισιοδοξία θα γεννήσει μόνο η λαϊκή πάλη
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ούτε επιλογή, ούτε πολιτική επιτυχία του ενός ή του άλλου κυβερνητικού σχηματισμού. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο και το χρονοδιάγραμμά της, έγινε κατ’ εντολή και υπό την αυστηρή καθοδήγηση των ΗΠΑ, με τέτοιο τρόπο, που καθιστά τους κομπασμούς των υποτακτικών τους αστει­ότητες. Οι εκπρόσωποι των δυο κυβερνήσεων, συναντήθηκαν υπό την αυστηρή επίβλεψη του Νίμιτς ως υπηρέτες των ΗΠΑ και υπέγραψαν μια συμφωνία που επί της ουσίας εξασφαλίζει τα συμφέροντα της υπερδύναμης στην περιοχή και τίποτε άλλο. Αυτός ήταν και ο λόγος που ένα «άλυτο» εδώ και 27 χρόνια ζήτημα, «λύθηκε» με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τα πολύχρονα αστικά αφηγήματα, από τη μια και την άλλη πλευρά των Πρεσπών, μετέωρα. Από αυτή την άποψη, η συμφωνία, ως προϊόν των απαιτήσεων και των συμφερόντων του αμερικάνικου πρώτα και κύρια ιμπεριαλισμού και κατά δεύτερο λόγο της Γερμανίας και της ΕΕ, δεν μπορεί παρά να έχει αντιδραστικό περιεχόμενο υπηρετώντας τους φιλοπόλεμους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η επι­βολή της συμ­φωνίας με τη «διαδικασία του κατε­πείγοντος» από τις ΗΠΑ έχει να κάνει με την όξυνση του ανταγωνισμού τους με τη Ρωσία, κατά κύριο λόγο, στην περιοχή και με την ανάγκη εδραίωσης της θέσης και της κυριαρχίας τους στη Βαλκανική χερσόνησο.

Σε μια περίοδο που ο ρώσικος ιμπεριαλισμός επανέρχεται και ανακτά σφαίρες επιρροής, και η Κίνα διεισδύει οικονομικά επενδύοντας μεγάλα κεφάλαια σε υποδομές των χωρών της Βαλκανικής, οι ΗΠΑ απαίτησαν την καθολική και «ανεπίστροφη» ένταξη και της πΓΔΜ στο άρμα τους, επιδιώκοντας να μετατρέψουν την περιοχή από τη Σούδα μέχρι τα Σκόπια και το Κόσοβο σ' ένα τεράστιο και συμπαγές αμερικάνικο προγεφύρωμα. Είναι γνωστό ότι στα (αδιευκρίνιστα) σύνορα Κοσόβου και πΓΔΜ βρίσκεται η «Camp Bondsteel», η μεγαλύτερη αμερικάνικη βάση στον κόσμο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα είναι το δεύτερο ανθρώπινο έργο μετά το σινικό τείχος που φαίνεται από το διάστημα και διαθέτει τον πιο βαρύ πολεμικό εξοπλισμό από τις αμερικάνικες βάσεις που υπάρχουν στο ευρωπαϊκό έδαφος. Μια δεύτερη μεγάλη βάση κατασκευάζεται στο εσωτερικό της πΓΔΜ, ενώ τεράστιες είναι και οι εγκαταστάσεις (στρατιωτικής φύσης) της αμερικάνικης πρεσβείας(!) αυτής της χώρας. Η δημιουργία τέτοιων στρατιωτικών υποδομών στο προτεκτοράτο του Κοσόβου και την πΓΔΜ, σε συνδυασμό βέβαια με την αναβάθμιση των στρατιωτικών βάσεων στην Ελλάδα, αφενός μαρτυρούν τη σημασία που αποκτά στις νέες συνθήκες για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ο έλεγχος της περιοχής, αφετέρου αποδεικνύει ότι η μη ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, μόνο παραφωνία αποτελούσε για την αμερικάνικη πολιτική. Αυτό το πρόβλημα επιλύει πριν και πάνω από όλα η συμφωνία των Πρεσπών και γι’ αυτό το ζήτημα αγωνιούσε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και ο γερμανικός κυρίως πυλώνας της ΕΕ. Και γι’ αυτό το λόγο ΗΠΑ και Γερμανία είναι στην πραγματικότητα οι μόνες που έχουν λόγο να πανηγυρίζουν γι’ αυτή την «επιτυχία». Δεν είναι τυχαίο ότι στο δεύτερο κιόλας άρθρο της συμφωνίας ξεκαθαρίζεται ότι η Ελλάδα θα «…επιδιώξει την ένταξη..» της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αν η ολοκληρωτική πρόσδεση της πΓΔΜ στις ΗΠΑ καθώς και η ακόμη μεγαλύτερη ένταξη και εμπλοκή της Ελλάδας στους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς είναι το πραγματικό επίδικο αυτής της συμφωνίας, τότε για τους δύο λαούς όπως και για τους λαούς της περιοχής, η συμφωνία δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά νέα δεινά.
Όσο και αν οι κυβερνήσεις Τσίπρα και Ζάεφ προσπαθούν να προσδώσουν στη συμφωνία το χαρακτήρα της λύσης και του «τέλους» ενός πολυετούς προβλήματος, η αλήθεια είναι ότι η περίφημη συμφωνία τους δεν είναι παρά το χρονικό ορόσημο της δημιουργίας νέων εντάσεων, της υπονόμευσης των σχέσεων δυο γειτονικών λαών και της αποδοχής νέων ιμπεριαλιστικών εκβιασμών και όρων που υπηρετούν την αποσταθεροποίηση και τους αντιδραστικούς και φιλοπόλεμους σχεδιασμούς στην περιοχή. Αν μέχρι πριν έξι μήνες το «άλυτο πρόβλημα» δεν απασχολούσε κανέναν, σήμερα (που υποτίθεται λύθηκε) με τις μεθοδεύσεις των ιμπεριαλιστών και των υποτελών κυβερνήσεών τους, έχει βρεθεί στο προσκήνιο, με διαμορφωμένο ένα αντιδραστικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εκδηλώνονται εκατέρωθεν εθνικιστικές φιέστες, ενώ στο πολιτικό σκηνικό των δύο χωρών κερδίζουν έδαφος αντιδραστικές, πατριδοκάπηλες και υποτελείς δυνάμεις. Και αν από τη μια, η ύπαρξη σλαβομακεδονικού έθνους και της σλαβομακεδονικής γλώσσας του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν, η μονοδιάστατη αναφορά από την άλλη σε μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα, όπως υπάρχει στη συμφωνία, αλλά και ο εμμονικός τρόπος που αναπαράγεται από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους (…κανένας περιορισμός στο να προσδιοριζόμαστε ως Μακεδόνες, δήλωσε αμέσως στις Πρέσπες ο Ζάεφ) της πΓΔΜ ο όρος Μακεδονία και μακεδονική γλώσσα, δεν κάνει άλλο από το ενισχύει την εθνικιστική υστερία και τους αλυτρωτισμούς και στις δύο χώρες, δηλητηριάζοντας τη σχέση των δύο λαών. Σε κάθε περίπτωση αυτό που οφείλει να συμπεράνει ο καθένας είναι ότι διαμορφώνεται μια νέα εστία έντασης με τη γειτονική χώρα, την οποία όπως αποδεικνύει περίτρανα η μεταπολεμική ιστορία, ειδικά ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα επιδιώξει με τις μεθοδεύσεις του να συντηρεί και να αξιοποιεί εκβιάζοντας την μια ή την άλλη μεριά, κατά το δοκούν. Αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας υποτελών και όχι βέβαια η εδραίωση της φιλίας και της συνεργασίας των δύο λαών, όπως ισχυρίζονται κυβερνητικοί κύκλοι. Επί πλέον, στο βαθμό που η συμφωνία συμβάλλει στο ακόμη μεγαλύτερο βάθεμα της εξάρτησης της πΓΔΜ από τις ΗΠΑ και καθιστά και με τη βούλα την περιοχή νατοϊκό ορμητήριο, είναι βέβαιο ότι τα σενάρια εμπλοκής των λαών της σε πολεμικά επεισόδια πληθαίνουν. Και αν οι κυβερνήσεις Τσίπρα-Ζάεφ με κάθε δήλωσή τους υπονοούν ότι με την εξάρτηση και την υποτέλεια εξασφαλίζεται η ειρήνη και η ασφάλεια για τους λαούς της περιοχής, η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και των Βαλκανίων είναι αποστομωτική. Χούντες, πόλεμοι, επεμβάσεις και κομμάτιασμα χωρών, είναι το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί ο αμερικάνικος και ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός στους λαούς της περιοχής.
Αυτά είναι μέχρι τώρα και αυτά μπορεί να είναι τα «οφέλη» μιας τέτοιας συμφωνίας, που γίνεται με γνώμονα τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, στο μέλλον.
Αν και οι εξελίξεις στο εσωτερικό και των δύο χωρών φαίνεται να ορίζονται και να ποδηγετούνται από ΗΠΑ και Γερμανία, δεν είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα προχωρήσουν με τους όρους που τα σχεδιάζουν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές. Στη γειτονική χώρα, η κυβέρνηση Ζάεφ είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στις πιέσεις της δεύτερης σε μέγεθος εθνικής μειονότητας των Αλβανών (που γίνεται φορέας των αλυτρωτισμών της μεγάλης Αλβανίας), ενώ από την άλλη έχει να αντιμετωπίσει τον εθνικιστικό παροξυσμό των σλαβόφωνων που εκπροσωπεί ο πρόεδρος Ιβανόφ. Η άρνηση του Ιβανόφ να υπογράψει τη συμφωνία, φαίνεται να εκφράζει τη δυσαρέσκεια τμήματος της ντόπιας κυρίαρχης τάξης απέναντι στην πολιτική των ΗΠΑ και την αναζήτηση στήριξης στο ρώσικο παράγοντα. Ίσως και αυτό έτρεξαν να προλάβουν οι ΗΠΑ. Μ’ αυτά τα δεδομένα το δημοψήφισμα που εκκρεμεί στη γειτονική χώρα δημιουργεί ένα ρευστό σκηνικό. Μπροστά στο ενδεχόμενο καταψήφισης της συμφωνίας οι πιέσεις των νατοϊκών γίνονται αφόρητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, σε δήλωσή του στις 25/6 αναφέρει: «…Το ΝΑΤΟ θα καλέσει την πΓΔΜ να γίνει πλήρες μέλος της συμμαχίας μόνο αν επικυρώσει τη συμφωνία του ονόματος και υπερισχύσει το ναι στο δημοψήφισμα». Στηρίζω σθεναρά τη συμφωνία, δήλωσε. Είναι βέβαιο ότι οι Δυτικοί δεν κόπτονται για το κομμάτι της συμφωνίας που αφορά το όνομα. Σ’ αυτά τα λόγια γίνεται φανερή η απαίτησή τους για τον παραγκωνισμό και την εξάλειψη κάθε στοιχείου που δεν ελέγχουν απόλυτα στην πολιτική σκηνή της πΓΔΜ και αυτό έχει σπεύσει να δηλώσει ότι θα πράξει ο Ζάεφ που είναι το φερέφωνό τους. Η απομάκρυνση του Ιβανόφ, αλλά και κάθε παράγοντα που δεν συντάσσεται με τις ΗΠΑ, θα γίνει μετά το δημοψήφισμα, όπως «απομακρύνθηκε» τον περασμένο χρόνο η κυβέρνηση Γκρούεφσκι που αντιδρούσε σε μια συμφωνία.
Αυτός όμως που έχει αναδειχθεί σε πειθήνιο υπηρέτη των αμερικανονατοϊκών είναι ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του. Ατελείωτοι ύμνοι και εγκώμια πλέκονται καθημερινά σ’ αυτούς που υποτίθεται ήρθε να εκδιώξει από τη χώρα, ενώ μέχρι και προτάσεις για Νόμπελ ειρήνης (!) για την επιτυχημένη συμφωνία, προωθούν ευρωπαϊκοί κύκλοι. Μέχρι και ντοκιμαντέρ παραγωγής… Κομισιόν(!) κυκλοφόρησαν οι Βρυξέλλες για να τιμήσουν τα επιτεύγματα της κυβέρνησης Τσίπρα και να ενημερώσουν τους λαούς της ΕΕ για την ευημερία και τις ευοίωνες προοπτικές που βιώνει ο ελληνικός λαός! Όμως οι εξελίξεις στο εσωτερικό δεν είναι τόσο ρόδινες όσο θα ήθελε ο Τσίπρας και τα αφεντικά του. Ήδη το πολιτικό σύστημα και το σύνολο σχεδόν των αστικών κομμάτων διαπερνά η κρίση. Μια κρίση που ξέσπασε είτε εξ αιτίας είτε με αφορμή τη συμφωνία και φαίνεται να δημιουργεί κλυδωνισμούς και στο κυβερνητικό στρατόπεδο θέτοντας ερωτηματικά για την εφαρμογή της. Οι ΑΝΕΛ, κήρυκες μιας πολύχρονης πατριδοκάπηλης ρητορείας, αν και πάντα πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα μνημόνια της ξενοδουλείας, φαίνεται ότι δεν μπορούν να απορροφήσουν τους τελευταίους κραδασμούς και βρίσκονται σε τροχιά διάλυσης με την αποχώρηση δύο βουλευτών. Τα σενάρια για αλλαγή κυβερνητικού εταίρου ή ακόμη και για εκλογές πληθαίνουν, δημιουργώντας και στην Ελλάδα μια ρευστή εσωτερική πολιτική κατάσταση. Η ΝΔ του Μητσοτάκη από την άλλη, αν και γνωστός υπηρέτης και θιασώτης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, επιδίδεται σε μια εθνικιστική, πατριδοκάπηλη δημαγωγία, παίζοντας το παιχνίδι της ακροδεξιάς, παρά το γεγονός πως είναι βέβαιο ότι εάν και όποτε χρειαστεί θα λειτουργήσει ως ένα πειθήνιο πιόνι επικυρώνοντας τη συμφωνία. Σ’ αυτές τις συνθήκες, δυνάμεις «και ιδέες» της αντίδρασης ανασύρονται από τα ιστορικά υπόγεια και τροφοδοτούν ένα ποικιλόχρωμο εθνικιστικό, φασιστικό παραλήρημα καλώντας δημόσια σε επιβολή στρατιωτικού πραξικοπήματος. Το πολιτικό σκηνικό μετατοπίζεται καθημερινά σε δεξιότερες και αντιδραστικότερες κατευθύνσεις.
Όλα αυτά συμβαίνουν με μια κυβέρνηση που απέσπασε τη λαϊκή ψήφο στο όνομα της αριστεράς. Κι αυτό οφείλουμε να το θυμίζουμε σε όσες δυνάμεις, παραδομένες στις αυταπάτες, έβλεπαν στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ αριστερές, κοινωνικές και πολιτικές μετατοπίσεις.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε με φαιδρότητες να παρουσιάσει την αμερικανοκίνητη συμφωνία των Πρεσπών ως δική της μεγάλη επιτυχία. Πίσω από τα φλας, τα χαμόγελα και τα συχαρίκια προσπάθησε να κρύψει ένα ακόμη πολυνομοσχέδιο μνημονιακής κοπής που κατάφερε να κρατήσει μακριά από το επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Έτσι τα δεκάδες νέα μέτρα, όπως αυτά για τη νέα φοροληστεία με τη μείωση του αφορολόγητου, την καρατόμηση των συντάξεων και την υποθήκευση-παράδοση του δημοσίου πλούτου, η κυβέρνηση τα πέρασε για μια ακόμη φορά χωρίς αντιδράσεις, κάτω από τον κουρνιαχτό της συμφωνίας. Με τους ίδιους πανηγυρισμούς άλλωστε διαδέχτηκε την επιβράβευση αυτής της πολιτικής που έγινε με τη νέα συμφωνία του Eurogroup. Ενώ από τη μια καταφέρνει να συνεχίζει με αμείωτη ένταση την εφαρμογή της ίδιας μνημονικής πολιτικής και να ψηφίζει το ένα αντιλαϊκό νομοσχέδιο μετά το άλλο, επιδίδεται σε μια προκλητική προπαγάνδα περί εξόδου από τα μνημόνια. Αυτό που ύπουλα οι θεσμοί ονομάζουν «μεταμνημονιακή ενισχυμένη εποπτεία» και που δεν είναι άλλο από τη συνέχεια μιας πανομοιότυπης υποτελούς πολιτικής με κάλπικο τίτλο. Άλλωστε η «ρήτρα μη αναστρεψιμότητας» που η ίδια η κυβέρνηση προσυπέγραψε διασφαλίζει ακριβώς αυτό. Ότι καμία έξοδος από τα μνημόνια δεν πρόκειται να υπάρξει, αφού θεσμικά κανένας μνημονιακός νόμος-μέτρο δεν μπορεί να αρθεί από καμία επόμενη κυβέρνηση. Με τον ίδιο τρόπο η κυβέρνηση παρουσίασε ως μεγάλη επιτυχία τη συμφωνία για επιμήκυνση του χρέους. Η οποία βέβαια δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία των μνημονιακών χρόνων. Μια ακόμη συμφωνία που αν σημαίνει κάτι για τον ελληνικό λαό είναι η επανασφράγιση της εξάρτησης, της οικονομικής υποδούλωσης και της επιτροπείας. Για τον ελληνικό λαό η επιμήκυνση του χρέους δεν αποτελεί ούτε κανενός είδους ανακούφιση, ούτε πολύ περισσότερο μπορεί να υποσχεθεί τίποτα θετικό για το μέλλον.
Κι όμως, ενώ όλα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά οι κυβερνώντες, δεν σταματούν να θριαμβολογούν για τα αλλεπάλληλα κατορθώματά τους. Όλες οι συμφωνίες που «πέτυχε» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα έχουν το ίδιο πολιτικό περιεχόμενο. Αυτό της προσαρμογής και της υποταγής στις ιμπεριαλιστικές επιβουλές είτε αυτό αφορά την εξωτερική πολιτική και τα εθνικά θέματα είτε το πεδίο της οικονομίας. Το μόνο που μπορεί να σημάνουν για το λαό οι νέες «επιτυχίες» της κυβέρνησης Τσίπρα είναι φτώχεια, ανεργία, ενδοτισμός, εντάσεις και εμπλοκές σε σενάρια πολέμου.
Απέναντι σ’ όλα αυτά δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες αυταπάτες και εφησυχασμούς. Όσο οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ακροβολίζονται και κατοχυρώνουν σφαίρες επιρροής, όσο ο ανταγωνισμός τους οξύνεται, οι λαοί δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις συμφωνίες τους, τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τις ιμπεριαλιστικές «ισορροπίες». Οι πιο αντιδραστικές και επιβλαβείς για τον λαό και τον τόπο απόψεις είναι αυτές που ανακαλύπτουν θετικές εξελίξεις και εθνικά συμφέροντα, μέσα στις υποτελείς συμφωνίες και στην ξένη «προστασία». Ο λαός μας έχει πικρό παρελθόν και μετράει ολέθριες συνέπειες από αυτή την ιμπεριαλιστική «προστασία». Και αυτήν πληρώνει ακόμα με τα μνημόνια και την αμφισβήτηση του Αιγαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, πάντα, με την «ασφάλεια» και τη «βοήθεια» που προσφέρει η εποπτεία των προστατών του. Καμία οικονομική επιτυχία και καμία δίκαιη ανάπτυξη, όποια αστική κυβέρνηση και αν την επικαλεστεί, δεν μπορεί να φέρει πραγματική ανακούφιση και βελτίωση των συνθηκών που βιώνει ο ελληνικός λαός, δεν μπορεί να σημάνει πραγματικά την αλλαγή αυτής της πολιτικής. Το δρόμο της ελπίδας και της αισιοδοξίας οφείλει να τον ανοίξει μέσα από τη δική του πάλη, όπως έκανε αναρίθμητες φορές στο παρελθόν. Η επίλυση των βαλκανικών προβλημάτων προς όφελος των λαών της περιοχής, δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο με μια πολιτική που θα αντιτάσσεται στην ιμπεριαλιστική κηδεμονία, στους εθνικισμούς, τους αλυτρωτισμούς και στην υποτέλεια, στις επαναχαράξεις συνόρων. Η σταθερή ειρήνη στα Βαλκάνια, η συνεργασία και φιλία των βαλκανικών χωρών μπορεί να κατακτηθεί μόνο αν οι λαοί τους αναπτύξουν κοινό αγώνα για την ανατροπή της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων λακέδων τους, ενάντια στα σενάρια πολέ­μου που απεργάζονται οι «προστάτες» των Βαλκανίων. Κόντρα στις αυταπάτες που καλλιεργεί ο ρεφορμισμός για τις καλύτερες μέρες που θα φέρουν οι «αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες» της… γραβά­τας.