Η επιθετική πολιτική των ΗΠΑ απειλεί με νέα πολεμική ανάφλεξη τη Μ. Ανατολή
Νέο «λάδι στη φωτιά» των συγκρούσεων και
της έντασης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή έριξε η απόφαση του Αμερικανού
Προέδρου, Τραμπ, να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως «πρωτεύουσα» του
Ισραήλ και να διατάξει τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ
Αβίβ. Ο Τραμπ, κυνικά και προκλητικά, υποστήριξε ότι η αναγνώριση της
Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ «είχε ήδη καθυστερήσει πολύ»
και ότι «οι αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος δεν κατάφεραν να
εξασφαλίσουν ως σήμερα βιώσιμη ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων».
Η κίνηση αυτή, που θέλει να προωθήσει
παραπέρα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής,
προκαλεί ήδη έντονες μεν, υποκριτικές δε, αντιδράσεις και σε συμμάχους
των ΗΠΑ, που από κοινού ευθύνονται για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις
στην περιοχή και για τη διαιώνιση του Παλαιστινιακού ζητήματος, αφού επί
της ουσίας η πολιτική τους ανέχεται και σιγοντάρει την παράνομη κατοχή
των παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ.
Μετά το «βάλτωμα» των αμερικανικών
σχεδίων για την ανατροπή του Άσαντ στη Συρία, και την αναβαθμισμένη
παρουσία της Ρωσίας στη «σκακιέρα» της Μέσης Ανατολής, ο αμερικάνικος
ιμπεριαλισμός αναπροσαρμόζει την ούτως ή άλλως επιθετική του στρατηγική,
αναβαθμίζοντας υπό την εποπτεία του τον ρόλο ισχυρών συμμάχων του, όπως
είναι η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ. Βρίσκεται σε εξέλιξη η
ενεργοποίηση σε υψηλότερο επίπεδο ενός μετώπου αυτών των δυνάμεων, με
στόχο τον άξονα Ρωσίας, Συρίας, Ιράν, περνώντας τον ανταγωνισμό τους σε
οξύτερο στάδιο. Το «δώρο» αυτό του Τραμπ προς το Ισραήλ, σηματοδοτεί
ενεργότερο ρόλο του Ισραήλ, πιο επιθετική τακτική στα ενεργά μέτωπα και
επαναφέρει το Παλαιστινιακό στο κεντρικό πεδίο του ενδοϊμπεριαλιστικού
και περιφερειακού ανταγωνισμού.
Με φόντο τις ραγδαίες αυτές εξελίξεις,
«φωτιά» έχουν πάρει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Σε όλες τις
μεγάλες πόλεις της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, χιλιάδες
Παλαιστίνιοι διαδήλωσαν μαζικά κατά της απόφασης που με κυνικό τρόπο
«σφραγίζει» την πολυετή στήριξη της ισραηλινής κατοχής των
παλαιστινιακών εδαφών, ώστε να δημιουργήσει «τετελεσμένα», σε επόμενη
φάση επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, σε σχέση με τις αναδιατάξεις στην
ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Οι διαδηλώσεις των Παλαιστινίων, που
συνοδεύτηκαν με συμμετοχή σε μαζική γενική απεργία, προκάλεσαν τη βίαιη
απάντηση των κατοχικών δυνάμεων, που προσπάθησαν να σταματήσουν τα
«ποτάμια» οργής με αληθινά πυρά, σφαίρες καουτσούκ, βροχή δακρυγόνων.
Μέχρι τώρα, σε συγκρούσεις και επεισόδια που έγιναν σε Βηθλεέμ,
Ανατολική Ιερουσαλήμ, Χεβρώνα, Ναμπλούς, Τουλκαρέμ, καθώς και στα σύνορα
της Λωρίδας της Γάζας με το Ισραήλ, είχαμε τέσσερις νεκρούς και
εκατοντάδες τραυματίες. Επιπροσθέτως, ο ηγέτης της «Χαμάς», Ισμαήλ
Χανίγια, κάλεσε στη Γάζα το λαό σε ξεσηκωμό, νέα Ιντιφάντα. Την ίδια
στιγμή ένα κύμα αντιαμερικανικών κινητοποιήσεων έχει ξεσπάσει σε όλον
σχεδόν τον κόσμο, καταγγέλλοντας την εγκληματική απόφαση των ΗΠΑ και
εκφράζοντας την υποστήριξη στη δίκαιη παλαιστινιακή υπόθεση.
Συνεδρίασε επίσης εκτάκτως το Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ, μετά από αίτημα οκτώ χωρών, μεταξύ των οποίων η
Γαλλία, η Βρετανία, η Ιταλία, η Αίγυπτος. Επιπλέον, ο Αραβικός Σύνδεσμος
συγκάλεσε έκτακτη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών για να συζητήσουν
«βήματα δράσης και απάντησης» στις ΗΠΑ. Ο Οργανισμός Ισλαμικής
Συνδιάσκεψης συνέρχεται για τον ίδιο λόγο στην Κωνσταντινούπολη.
Η επικεφαλής της ΕΕ για την Εξωτερική
Πολιτική, Φεντερίκα Μογκερίνι, δήλωσε υποκριτικά και με γνώμονα τα
ιδιαίτερα συμφέροντα των ισχυρών της ΕΕ ότι η απόφαση Τραμπ «μάς οδηγεί
πίσω, σε ακόμη πιο σκοτεινές εποχές». Κάλεσε τους Παλαιστίνιους να
επιδείξουν «αυτοσυγκράτηση», τονίζοντας ότι η ΕΕ, που αναβαθμίζει τις
σχέσεις με το Ισραήλ, τάσσεται υπέρ της επανέναρξης «πραγματικής
ειρηνευτικής διαδικασίας στη βάση λύσης δύο κρατών, καθώς αυτή είναι η
μοναδική προοπτική που εγγυάται την ειρήνη και την ασφάλεια».
Άμεση ήταν η αντίδραση της
παλαιστινιακής πλευράς, καθώς ο Παλαιστίνιος Πρόεδρος, Μαχμούτ Αμπάς,
επικοινώνησε με δεκάδες ξένους ηγέτες, ζητώντας τους να καταδικάσουν μία
απόφαση που αναμένεται να βάλει «φωτιά» στην ευρύτερη περιοχή. Κάλεσε
παράλληλα όλες τις παλαιστινιακές οργανώσεις να παραμερίσουν τις
διαφορές τους και να δουλέψουν «άμεσα» για να πετύχουν «εθνική
συμφιλίωση ώστε να αντιμετωπίσουν τους σοβαρούς κινδύνους».
Ο Παλαιστίνιος πρωθυπουργός, Ραμί
Χαμντάλα, προέβλεψε ότι η απόφαση των ΗΠΑ «θα καταστρέψει την
ειρηνευτική διαδικασία και τη λύση των δύο χωρών». Κάλεσε τις ηγεσίες
όσων ευρωπαϊκών χωρών δεν το έχουν πράξει ήδη, να αναγνωρίσουν άμεσα το
κράτος της Παλαιστίνης στα σύνορα του 1967.
Στο Ισραήλ, ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν
Νετανιάχου εκτίμησε ότι δεν θα καταστεί εφικτή η υπογραφή ειρηνευτικών
συμφωνιών με αραβικές χώρες δίχως συμφωνία με τους Παλαιστίνιους,
προσθέτοντας ότι ήδη «απολαμβάνει τις μυστικές σχέσεις με πολλές από
αυτές». Χαρακτήρισε τη μέρα «ιστορική», λέγοντας ότι δίνει «ευκαιρία για
ειρήνη» και ότι κάθε συμφωνία θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την
Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο
Γκουτέρες, διαμήνυσε ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, παρά η λύση των
δύο κρατών. Τόνισε ότι το θέμα της Ιερουσαλήμ θα πρέπει να επιλυθεί μέσω
άμεσων διαπραγματεύσεων. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, έκρινε πως
η μονομερής απόφαση του Τραμπ είναι «λυπηρή» και δεν την στηρίζει. Η
Μόσχα εξέφρασε «ανησυχία» για τις εξελίξεις. Το Πεκίνο χαρακτήρισε το
στάτους της Ιερουσαλήμ «ζήτημα σύνθετο και ευαίσθητο». Ο Ιρανός
Πρόεδρος, Χασάν Ροχανί, χαρακτήρισε την εξέλιξη «κίνηση απελπισίας και
αδυναμίας γιατί τα χέρια των ΗΠΑ είναι δεμένα και δεν μπορούν να
πετύχουν τους στόχους τους».
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν
προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ «βυθίζουν την περιοχή και τον κόσμο σε μία
φωτιά χωρίς τέλος ενόψει» και ότι η εξέλιξη «θα εξυπηρετήσει τις
τρομοκρατικές οργανώσεις». Επιπλέον, ο Ερντογάν, μιλώντας στην τουρκική
Βουλή, είπε πως τυχόν αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του
Ισραήλ από τις ΗΠΑ θα είναι «κόκκινη γραμμή» για την Άγκυρα, που μπορεί
να οδηγήσει ακόμη και σε αναστολή των διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ.
Στην χώρα μας, την τακτική, ουσιαστικά,
των ίσων αποστάσεων επέλεξε ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, ο
οποίος έκανε αναφορά στην απόφαση των ΗΠΑ στη διάρκεια της συνέντευξης
Τύπου με τον Ερντογάν. Σημείωσε ότι «η Ελλάδα παραμένει σταθερά
προσηλωμένη στην ειρηνευτική διαδικασία, που προβλέπει τη δημιουργία δύο
κρατών, όπως αυτή προβλέπεται από τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Σε αυτήν την
κατεύθυνση θα εργαστούμε ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ως χώρα
με βαθιές ρίζες και με τον αραβικό κόσμο, αλλά και φιλικές σχέσεις και
με το Ισραήλ, με εκτεταμένη σχέση συνεργασίας στην περιοχή».
Αποφεύγοντας να καταδικάσει την απόφαση, είπε απλά ότι «δεν συμβάλλει
στην υπόθεση της ειρήνης, σε μία περιοχή εύθραυστη, σε μία περιοχή που
ήδη φλέγεται από εντάσεις». Φαίνεται πως τα συνεταιριλίκια της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το σιωνιστικό Ισραήλ, κράτος μαντρόσκυλο του
αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και
της Ανατολικής Μεσογείου, και η υποτελής σχέση με τον Τραμπ, προκαλούν
«γλωσσοδέτη» στον Τσίπρα, μπροστά σε μία εγκληματική απόφαση σε βάρος
της δίκαιης παλαιστινιακής υπόθεσης. Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα
οφείλει να καταγγείλει τόσο την απόφαση Τραμπ, όσο και την απαράδεκτη
και υποτελή στάση της ελληνικής κυβέρνησης.