Μακρόνησος ...«γιατί η τιμή είναι πιο ακριβή από τη ζωή!»
Είναι τα τελευταία λόγια του Μακρονησιώτη Δήμου, προς τον δεσμοφύλακα που τον οδηγούσε προς το εκτελεστικό απόσπασμα,
ρωτώντας τον γιατί δε λυπάται τη ζωή του, υπογράφοντας δήλωση μετανοίας.
ρωτώντας τον γιατί δε λυπάται τη ζωή του, υπογράφοντας δήλωση μετανοίας.
Β'ΜΕΡΟΣ
Γ. Η αντίπερα όχθη
α. Οι βασανιστές
Για να γνωρίσουν οι νέοι και να
θυμούνται οι παλιοί, αναφέρουμε τα ονόματα ορισμένων από τους πιο
επιφανείς βασανιστές της Μακρονήσου.
-Μπαϊρακτάρης, Βασιλόπουλος, Σκαλούμπακας,
Σγουρός, Σούλης, κ.α
-Ιωαννίδης, διοικητής του ΕΣΑΪ και του ΕΣΑΓ του Α'ΕΤΟ. Μέλος των ταγμάτων ασφαλείας μετά την Κατοχή. Μετέπειτα χουντικός ηγέτης, διοικητής- βασανιστής της ΕΣΑ, που ευθύνεται για το Πολυτεχνείο και την τραγωδία της Κύπρου.
β. Οι υμνητές
Το ξενόδουλο μοναρχοφασιστικό καθεστώς προσπάθησε να χρυσώσει τις φρικαλεότητες που γίνονταν στο Μακρονήσι με επισκέψεις «επιφανών» παραγόντων του τόπου, αλλά και ξένων. Οι επισκέψεις των βασιλιάδων, Φρειδερίκης και Παύλου, θα μείνουν ιστορικές. Ξένοι δημοσιογράφοι, παράγοντες του ΟΗΕ, αλλά και ο ουσιαστικός κυβερνήτης, τότε, της Ελλάδας, Αμερικάνος στρατηγός Βαν Φλιτ, (των ναπάλμ του Γράμμου), επισκέπτονταν το μαρτυρικό νησί για να διαπιστώσουν ότι πράγματι ήταν «ένα Σχολείο» αναμόρφωσης, ενώ πρεσβευτές ξένων χωρών, πρυτάνεις και καθηγητές ελληνικών πανεπιστημίων, προέβαιναν σε δηλώσεις θαυμασμού για το «έργο» που συντελείτο... Εκτός από τις πασίγνωστες φράσεις του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, για τους «Νέους Παρθενώνες» που χτίζονται πάνω στη Μακρόνησο, πολλοί πνευματικοί άνθρωποι τα δίπλωσαν εκείνη την εποχή και με δηλώσεις τους ή επισκέψεις στη Μακρόνησο, ύμνησαν τις αγριότητες στο Μακρονήσι.
Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μακάρι όλη η Ελλάδα να ήταν μια Μακρόνησος. (...) Όλοι στη ζωή μας πρέπει να περνάμε ένα Μακρονήσι. Η Μακρόνησος μακραίνει και πλαταίνει. Σε λίγο θα σκεπάσει όλη την Ελλάδα... (υπογρ. Λ.Δ.) Η ζωή που περνάτε εδώ είναι μια ευλογία. Θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για ό,τι είδα σήμερα. Αυτό το θέαμα μου δίνει δύναμη και θα το διακηρύξω παντού».
Στη Μακρόνησο εκδόθηκε και περιοδικό για την «αναμόρφωση», για να... ξεστραβώνονται οι κρατούμενοι. Το όνομά του ήταν «ο Σκαπανεύς», όργανο και των τριών Ταγμάτων της Μακρονήσου. Αρχισυντάκτης τού εν λόγω περιοδικού ήταν ο Μάκης Δόγκας, γνωστός σε όλη τη Μακρόνησο για την αχρειότητά του. Σε αυτό το περιοδικό δημοσίευσαν αντικομμουνιστικά κείμενά τους, δυστυχώς, και μερικά πολύ γνωστά ονόματα του ελληνικού πνευματικού κόσμου, όπως ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Α. Κεραμόπουλος, ο Σωτήρης Σκίπης, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Σπύρος Μελάς, ο Πέτρος Χάρης, η Ελένη Ουράνη ή Άλκης Θρύλος και η Σοφία Σπανούδη. Συνεργάτες του Σκαπανέως υπήρξαν επίσης οι φανατικοί αντικομμουνιστές μητροπολίτες της Χίου Παντελεήμων και της Σύρου Φιλάρετος, καθώς και μερικοί αρχιμανδρίτες, που υπηρετούσαν τότε στη Μακρόνησο ως εκκλησιαστικοί «κατηχητές».
Παρόμοιες δηλώσεις έκαναν και οι: Στρατής Μυριβήλης, που είχε εκείνη την εποχή εξελιχθεί σε αδιάλλακτο αντικομμουνιστή, ο Σωτήρης Σκίπης δηλώνοντας ότι «σήμερα οι ποιητές πρέπει να είναι στρατιώτες»,ο Μίτιας Καραγάτσης, που αποφάνθηκε πως «οι διανοούμενοι έχουν σήμερα υποχρέωση να αποδείξουν στον ελληνικό λαό με ατράνταχτα επιστημονικά επιχειρήματα ότι η κομμουνιστική βιοθεωρία αντιβαίνει στη φύση του ανθρώπου». Στη θλιβερή σειρά και ο σκιτσογράφος Φωκίων Δημητριάδης, που εμφανιζόταν ως ένθερμος υποστηρικτής της λειτουργίας της Μακρονήσου, που την είχε τότε επισκεφτεί.
Δ. Οι λανθασμένες θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ
Ήδη από την περίοδο της κατοχής, «Η καθοδήγηση του ΚΚΕ θεωρούσε πως οι Άγγλοι έχοντας «μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα στην Ελλάδα», σε καμιά περίπτωση δεν θα επέτρεπαν ώστε το ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία. Δεν πίστευε εξάλλου, η καθοδήγηση του ΚΚΕ, πως μπορούσαμε να πάμε κόντρα στους Άγγλους και να καταλάβουμε την εξουσία». (ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΗΣ ΟΜΛΕ ΓΙΑ ΤΑ 56 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ, ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1975, σελ.27).
Κάτω από αυτή την ηττοπαθή αντίληψη, ο ανυπέρβλητος σε ηρωισμό αγώνας του ΔΣΕ, 1946- 1949, χρησιμοποιήθηκε όχι σαν η ανώτερη εκείνη μορφή πάλης που θα όφειλε να οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας από το επαναστατικό κίνημα, αλλά σαν ένα μέσο πίεσης, για να εξαναγκαστεί ο μοναρχοφασισμός να αποδεχτεί μια «έντιμη δημοκρατική λύση» του εσωτερικού προβλήματος.
Οι Μακρονησιώτες αγωνιστές δεν είχαν να αντιπαλέψουν μόνο με τις ναζιστικές μέθοδες αναμόρφωσης. Η απογοήτευση από τη γραμμή υποχώρησης που εφάρμοσε η ηγεσία του ΚΚΕ, από το Λίβανο, την Καζέρτα, τη Βάρκιζα, μέχρι την καθοριστική αργοπορία στο ξεδίπλωμα του δεύτερου αντάρτικου και τελικά η ήττα του, επιδρούσαν αρνητικά στο ηθικό των κρατουμένων. Παρόλο που έφταναν πληροφορίες για την κατάσταση στα κέντρα παρουσιάσεως των στρατευσίμων και στη Μακρόνησο, οι αγωνιστές πήγαιναν εκεί χωρίς καθοδήγηση για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση. «Πληροφορίες που έφταναν ανέφεραν για τα βασανιστήρια που συνεχίζονταν εκεί. Τα στοιχεία ήταν συγκεκριμένα, που όφειλε η καθοδήγηση να τα αξιοποιήσει προετοιμάζοντας τον κόσμο για τις μάχες που επέρχονταν. Καμιά προετοιμασία, καμιά ενημέρωση, ούτε στα στελέχη της πολιτικής οργάνωσης. Με το «επιχείρημα» να μην τρομοκρατηθεί ο κόσμος, τον άφησαν χωρίς μια σωστή πληροφόρηση, έρμαιο της αρβύλας που αλώνιζε τα μυαλά των εξορίστων πότε «πληροφορώντας» τους πως εκεί «καλοπερνάνε» όσοι πήγαν, με καλό φαΐ και τσιγάρα και πότε τα ακριβώς αντίθετα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.». (Ι.Ιορδανίδης ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, εφημερίδα ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ 30/5/2015).
ΙΙΙ. Η σφαγή στο Α' ΕΤΟ
Ήδη από την περίοδο της κατοχής, «Η καθοδήγηση του ΚΚΕ θεωρούσε πως οι Άγγλοι έχοντας «μεγάλα στρατηγικά συμφέροντα στην Ελλάδα», σε καμιά περίπτωση δεν θα επέτρεπαν ώστε το ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία. Δεν πίστευε εξάλλου, η καθοδήγηση του ΚΚΕ, πως μπορούσαμε να πάμε κόντρα στους Άγγλους και να καταλάβουμε την εξουσία». (ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΗΣ ΟΜΛΕ ΓΙΑ ΤΑ 56 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ, ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ 1975, σελ.27).
Κάτω από αυτή την ηττοπαθή αντίληψη, ο ανυπέρβλητος σε ηρωισμό αγώνας του ΔΣΕ, 1946- 1949, χρησιμοποιήθηκε όχι σαν η ανώτερη εκείνη μορφή πάλης που θα όφειλε να οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας από το επαναστατικό κίνημα, αλλά σαν ένα μέσο πίεσης, για να εξαναγκαστεί ο μοναρχοφασισμός να αποδεχτεί μια «έντιμη δημοκρατική λύση» του εσωτερικού προβλήματος.
Οι Μακρονησιώτες αγωνιστές δεν είχαν να αντιπαλέψουν μόνο με τις ναζιστικές μέθοδες αναμόρφωσης. Η απογοήτευση από τη γραμμή υποχώρησης που εφάρμοσε η ηγεσία του ΚΚΕ, από το Λίβανο, την Καζέρτα, τη Βάρκιζα, μέχρι την καθοριστική αργοπορία στο ξεδίπλωμα του δεύτερου αντάρτικου και τελικά η ήττα του, επιδρούσαν αρνητικά στο ηθικό των κρατουμένων. Παρόλο που έφταναν πληροφορίες για την κατάσταση στα κέντρα παρουσιάσεως των στρατευσίμων και στη Μακρόνησο, οι αγωνιστές πήγαιναν εκεί χωρίς καθοδήγηση για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση. «Πληροφορίες που έφταναν ανέφεραν για τα βασανιστήρια που συνεχίζονταν εκεί. Τα στοιχεία ήταν συγκεκριμένα, που όφειλε η καθοδήγηση να τα αξιοποιήσει προετοιμάζοντας τον κόσμο για τις μάχες που επέρχονταν. Καμιά προετοιμασία, καμιά ενημέρωση, ούτε στα στελέχη της πολιτικής οργάνωσης. Με το «επιχείρημα» να μην τρομοκρατηθεί ο κόσμος, τον άφησαν χωρίς μια σωστή πληροφόρηση, έρμαιο της αρβύλας που αλώνιζε τα μυαλά των εξορίστων πότε «πληροφορώντας» τους πως εκεί «καλοπερνάνε» όσοι πήγαν, με καλό φαΐ και τσιγάρα και πότε τα ακριβώς αντίθετα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.». (Ι.Ιορδανίδης ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, εφημερίδα ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ 30/5/2015).
ΙΙΙ. Η σφαγή στο Α' ΕΤΟ
Έως τις αρχές του 1948 η «αναμόρφωση»
δεν είχε αποδώσει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η βασική μάζα των
στρατιωτών ακόμα κρατούσε. Ειδικά στο Α΄ΕΤΟ, το «κόκκινο τάγμα». Το
Σεπτέμβρη του 1947, δυο μόλις μήνες από την εγκατάστασή του στη
Μακρόνησο, όλο το τάγμα αποφάσισε: «Δε βάζουμε υπογραφή σε κανένα χαρτί
που μας παρουσιάζουνε». Και αυτό τηρήθηκε.
Αυτή η ανυποχώρητη στάση μόνο με έγκλημα μπορούσε να καμφθεί. Και η διοίκηση της Μακρονήσου, ήταν πρόθυμη να το διαπράξει.
Να πώς περιγράφει ο αξέχαστος σύντροφός μας, Νίκος Βοσνίδης, τη σφαγή στο Α'ΕΤΟ:
«Την Κυριακή το πρωί, στις 29 Φλεβάρη το 1948, κάναμε το πρωινό προσκλητήριο στο γήπεδο του Στρατοπέδου, και αφού τελείωσε το προσκλητήριο μας είπαν να πάμε στο χώρο του Θεάτρου για να γίνει μια θρησκευτική ομιλία. Άρχισαν οι λόγοι, 6.000 στρατός, εφτά λόχοι ήταν, 800-900 άτομα ο κάθε ένας, και κατευθυνόμασταν προς το θέατρο. Εκεί που τελείωνε ο στρατός, στον τελευταίο λόχο όρμησαν ορισμένοι Αλφαμίδες επάνω και άρχισαν να χτυπάνε τους στρατιώτες. Αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε τι γίνεται, αίσχος, τι κατάσταση είναι αυτή, και εκείνη την ώρα είχαν έτοιμα τα πολυβόλα, πάνω από το Λόχο Διοικήσεως, και βάλαν με τα πολυβόλα μέσα στον κόσμο. Έτσι, δίχως καμία άλλη εξήγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούνε έξι άτομα και να τραυματιστούν 10-11 άλλοι, οπότε σταματήσαμε οι υπόλοιποι, κατεβήκαμε μπροστά στη σκηνή του Διοικητή και αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε. Φωνάζαμε: «Θέλουμε δικαιοσύνη» «Τι κατάσταση είναι αυτή», κατεβάσαμε τη σημαία μεσίστια, τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο. Τελικά μετά από μια ώρα ήρθε ο Βασιλόπουλος, που είχε διοριστεί για να προκαλέσει τα γεγονότα αυτά - εκείνες τις μέρες τον είχαν αλλάξει, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, ο προηγούμενος διοικητής, ο Κωνσταντόπουλος, δεν είχε δεχτεί να αναλάβει να κάνει το έγκλημα. Είπε θα αποδώσει δικαιοσύνη, μαζευτήκαμε στις σκηνές μας εμείς και περιμέναμε. Αλλά αυτοί ετοιμάζανε άλλα, δεν ικανοποιήθηκαν μ’ αυτά τα γεγονότα.
Ξενυχτήσαμε μέσα στις σκηνές φοβισμένοι και την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο Μπαϊρακτάρης με την ακταιωρό, μπροστά από το Μακρονήσι και φώναζε από τα μεγάφωνα «Συγκεντρωθείτε στον 7ο λόχο, αφήστε τους μερικούς κομμουνιστές, συγκεντρωθείτε εκεί για να γλυτώσετε από τους κομμουνιστές. Εγκαταλείψτε τους».
Κανένας όμως δεν κουνιόταν. Άρχισε να λέει ότι όποιος δεν πάει στις 11 η ώρα θα μετανιώσει πικρά, και κάθε τέταρτο που περνούσε μας έλεγε ότι έμεινε μία ώρα, τρία/τέταρτα, μισή ώρα, ώσπου έφτασε 11 η ώρα και φέρανε τους ροπαλοφόρους με τα μπαμπού στα χέρια, αρχίσανε να μας βαράνε, να μας χτυπάνε, τους λέγαμε αδέλφια μας είστε, γιατί μας χτυπάτε; τι κάναμε; Αλλά όταν είδαν ότι με τα μπαμπού δεν μπορούσαν να διαλύσουν και να ποδοπατήσουν τους κρατούμενους, τους απέσυραν και τους έδωσαν τα αυτόματα στο χέρι (εννοεί τους Αλφαμίτες, σημ.ΛΔ). Και αρχίσανε αυτοί να ρίχνουν ριπές μέσα στον κόσμο. Υποχρεωτικά μαζευτήκαμε κάτω, συγκεντρωθήκαμε μεταξύ των μαγειρείων και της θάλασσας που ήταν μια απόσταση 50μ., μας κλείσαν και από τις δυο πλευρές και μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε εμείς - ορισμένοι πέφταν στη θάλασσα για να πνιγούν - βλέποντας αυτή την κατάσταση καθίσαμε προσοχή και ψάλλαμε τον Εθνικό Ύμνο....
....Πριν πάμε στη δίκη του Λαυρίου, τα θύματα που είχαμε, τους νεκρούς που είχαμε από την πρώτη μέρα, είχαμε πάρει άδεια να τους θάψουμε πάνω στο Μακρονήσι, και ετοιμαζόμασταν για την ταφή. Αλλά ο Μπαϊρακτάρης, επειδή είδε τις κινήσεις αυτές, γιατί παρακολουθούσαν όλες μας τις ενέργειες, έδωσε εντολή να πάρουν τους νεκρούς και να τους πάνε στο Κέντρο Παρουσιάσεως 2.000 μ. πάρα κάτω για να τους φορτώσουν στο καΐκι και να τους πάνε στο Λαύριο.
Μαζί τους πήρανε και ένα στρατιώτη τον Γρηγόρη τον Μαγριπλή, για να τους βοηθήσει, να φορτώσει τους νεκρούς στο καΐκι. Γυρνώντας ο Μαγριπλής από το Κέντρο Παρουσιάσεως με τα πόδια και μόνος, γιατί τον εγκατέλειψαν, τον περιλάβανε στο φυλάκιο και τον μαυρίσανε στο ξύλο. Όταν έφτασε στο στρατόπεδο κοντά και τον είδαμε εμείς, αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε, να τον τραβάμε από τα χέρια. Αυτοί δεν τον άφηναν, μας απειλούσαν με τα αυτόματα, και εκείνη την ώρα άλλος έπαιρνε πέτρα, άλλος προσπερνούσε, κι εκείνη τη στιγμή επειδή μας απειλούσαν, ανοίγω εγώ τα στήθια μου, και του λέω: «Βάρα, ρε, άναδρε!» Όταν είπα αυτό, ορμήσαν οι άλλοι πήραν τον στρατιώτη από τα χέρια του Αλφαμίτη. Αυτό ήταν, με σταμπάρισαν και μετά που μας συγκέντρωσαν στον 7ο λόχο, με αναγνώρισε και ήρθε και με πήρε για να περάσω μέσα από 50-100 μπαμπού που χτυπούσαν τους στρατιώτες. Περνώντας μέσα από κει κάποιο ήρθε πάνω στο κεφάλι μου έπεσα κάτω εγώ και με πετάξανε για νεκρό πίσω από την ουρά. Όταν μαζέψανε τους κρατουμένους, 165 άτομα, για μια στιγμή εγώ άνοιξα τα μάτια μου, γιατί δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ακούω και μιλάγανε: «Αυτός ζει ακόμα, ζει». Με πήραν και με πήγανε στη γραμμή του Στρατοδικείου» (από τη συνέντευξη του Ν.Βοσνίδη στο ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ, 9/5/1998).
Συγκλονιστική, ηρωική στιγμή Αντίστασης, οι ακίνητοι, πολυβολούμενοι, φαντάροι του Α'ΕΤΟ, ψέλνοντας τον Εθνικό ύμνο!
Η πορεία των σκαπανέων σαν τα σμήνη των πουλιών περνάει από το βόρειο τμήμα στη θάλασσα και από κεί στη νότια χαράδρα, όπου πάρα πολλοί σκοτώνονται. Τα βράχια και η θάλασσα βάφονται από το αίμα των ηρωικών σκαπανέων, ενώ τα βογγητά των τραυματισμένων μπερδεύονται με τον ήχο των πολυβόλων και τα χτυπήματα των Αλφαμιτών με ξύλα και σίδερα πάνω στα κορμιά, τραυματισμένων και όρθιων.
Ως «αρχηγός της στάσης», γιατί για υποτιθέμενη «στάση» των κρατουμένων που έπρεπε να καταστείλουν μίλησαν οι αρχές του Μακρονησιού, για να δικαιολογήσουν την αποτρόπαιη εγκληματική ενέργεια, δηλώθηκε ο Αριστείδης Αρσένης και «άμεσοι βοηθοί» οι Νίκος Αμπατιέλος, Νίκος Βοσνίδης, Παρίσης Κατσαρός και Νίκος Μπαλτάς. Αυτοί οι 5, μαζί με άλλους 109 σκαπανείς παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Οι 5 «αρχηγοί» καταδικάστηκαν σε θάνατο, που αργότερα, μετά την κατακραυγή, μετατράπηκε σε 15, 12 ή 6 χρόνια φυλάκισης.
Να πώς περιγράφει την τύχη των νεκρών στρατιωτών του Α'ΕΤΟ, μετά τη σφαγή, ο Μίμης Βρονταμίτης, καπετάνιος του καϊκιού που κουβάλαγε νερό, τρόφιμα, νεοφερμένους στο κολαστήριο: «Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη του 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακρυά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη και δυο άλλοι γιατροί.
.... Σ' ένα δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
....Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε.
Οι νεκροί όλοι- όλοι ήταν κοντά 350, τους μέτραγα έναν -έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική εμπειρία που έζησα στη ζωή μου». (Από το βιβλίο «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ιστορικός τόπος», ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α' σελ.579). Οι «θεματοφύλακες» της πατρίδας ξεφορτώνονταν νύχτα τα ...θεάρεστα έργα τους.
Αυτή η ανυποχώρητη στάση μόνο με έγκλημα μπορούσε να καμφθεί. Και η διοίκηση της Μακρονήσου, ήταν πρόθυμη να το διαπράξει.
Να πώς περιγράφει ο αξέχαστος σύντροφός μας, Νίκος Βοσνίδης, τη σφαγή στο Α'ΕΤΟ:
«Την Κυριακή το πρωί, στις 29 Φλεβάρη το 1948, κάναμε το πρωινό προσκλητήριο στο γήπεδο του Στρατοπέδου, και αφού τελείωσε το προσκλητήριο μας είπαν να πάμε στο χώρο του Θεάτρου για να γίνει μια θρησκευτική ομιλία. Άρχισαν οι λόγοι, 6.000 στρατός, εφτά λόχοι ήταν, 800-900 άτομα ο κάθε ένας, και κατευθυνόμασταν προς το θέατρο. Εκεί που τελείωνε ο στρατός, στον τελευταίο λόχο όρμησαν ορισμένοι Αλφαμίδες επάνω και άρχισαν να χτυπάνε τους στρατιώτες. Αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε τι γίνεται, αίσχος, τι κατάσταση είναι αυτή, και εκείνη την ώρα είχαν έτοιμα τα πολυβόλα, πάνω από το Λόχο Διοικήσεως, και βάλαν με τα πολυβόλα μέσα στον κόσμο. Έτσι, δίχως καμία άλλη εξήγηση. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούνε έξι άτομα και να τραυματιστούν 10-11 άλλοι, οπότε σταματήσαμε οι υπόλοιποι, κατεβήκαμε μπροστά στη σκηνή του Διοικητή και αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε. Φωνάζαμε: «Θέλουμε δικαιοσύνη» «Τι κατάσταση είναι αυτή», κατεβάσαμε τη σημαία μεσίστια, τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο. Τελικά μετά από μια ώρα ήρθε ο Βασιλόπουλος, που είχε διοριστεί για να προκαλέσει τα γεγονότα αυτά - εκείνες τις μέρες τον είχαν αλλάξει, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, ο προηγούμενος διοικητής, ο Κωνσταντόπουλος, δεν είχε δεχτεί να αναλάβει να κάνει το έγκλημα. Είπε θα αποδώσει δικαιοσύνη, μαζευτήκαμε στις σκηνές μας εμείς και περιμέναμε. Αλλά αυτοί ετοιμάζανε άλλα, δεν ικανοποιήθηκαν μ’ αυτά τα γεγονότα.
Ξενυχτήσαμε μέσα στις σκηνές φοβισμένοι και την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο Μπαϊρακτάρης με την ακταιωρό, μπροστά από το Μακρονήσι και φώναζε από τα μεγάφωνα «Συγκεντρωθείτε στον 7ο λόχο, αφήστε τους μερικούς κομμουνιστές, συγκεντρωθείτε εκεί για να γλυτώσετε από τους κομμουνιστές. Εγκαταλείψτε τους».
Κανένας όμως δεν κουνιόταν. Άρχισε να λέει ότι όποιος δεν πάει στις 11 η ώρα θα μετανιώσει πικρά, και κάθε τέταρτο που περνούσε μας έλεγε ότι έμεινε μία ώρα, τρία/τέταρτα, μισή ώρα, ώσπου έφτασε 11 η ώρα και φέρανε τους ροπαλοφόρους με τα μπαμπού στα χέρια, αρχίσανε να μας βαράνε, να μας χτυπάνε, τους λέγαμε αδέλφια μας είστε, γιατί μας χτυπάτε; τι κάναμε; Αλλά όταν είδαν ότι με τα μπαμπού δεν μπορούσαν να διαλύσουν και να ποδοπατήσουν τους κρατούμενους, τους απέσυραν και τους έδωσαν τα αυτόματα στο χέρι (εννοεί τους Αλφαμίτες, σημ.ΛΔ). Και αρχίσανε αυτοί να ρίχνουν ριπές μέσα στον κόσμο. Υποχρεωτικά μαζευτήκαμε κάτω, συγκεντρωθήκαμε μεταξύ των μαγειρείων και της θάλασσας που ήταν μια απόσταση 50μ., μας κλείσαν και από τις δυο πλευρές και μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε εμείς - ορισμένοι πέφταν στη θάλασσα για να πνιγούν - βλέποντας αυτή την κατάσταση καθίσαμε προσοχή και ψάλλαμε τον Εθνικό Ύμνο....
....Πριν πάμε στη δίκη του Λαυρίου, τα θύματα που είχαμε, τους νεκρούς που είχαμε από την πρώτη μέρα, είχαμε πάρει άδεια να τους θάψουμε πάνω στο Μακρονήσι, και ετοιμαζόμασταν για την ταφή. Αλλά ο Μπαϊρακτάρης, επειδή είδε τις κινήσεις αυτές, γιατί παρακολουθούσαν όλες μας τις ενέργειες, έδωσε εντολή να πάρουν τους νεκρούς και να τους πάνε στο Κέντρο Παρουσιάσεως 2.000 μ. πάρα κάτω για να τους φορτώσουν στο καΐκι και να τους πάνε στο Λαύριο.
Μαζί τους πήρανε και ένα στρατιώτη τον Γρηγόρη τον Μαγριπλή, για να τους βοηθήσει, να φορτώσει τους νεκρούς στο καΐκι. Γυρνώντας ο Μαγριπλής από το Κέντρο Παρουσιάσεως με τα πόδια και μόνος, γιατί τον εγκατέλειψαν, τον περιλάβανε στο φυλάκιο και τον μαυρίσανε στο ξύλο. Όταν έφτασε στο στρατόπεδο κοντά και τον είδαμε εμείς, αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε, να φωνάζουμε, να τον τραβάμε από τα χέρια. Αυτοί δεν τον άφηναν, μας απειλούσαν με τα αυτόματα, και εκείνη την ώρα άλλος έπαιρνε πέτρα, άλλος προσπερνούσε, κι εκείνη τη στιγμή επειδή μας απειλούσαν, ανοίγω εγώ τα στήθια μου, και του λέω: «Βάρα, ρε, άναδρε!» Όταν είπα αυτό, ορμήσαν οι άλλοι πήραν τον στρατιώτη από τα χέρια του Αλφαμίτη. Αυτό ήταν, με σταμπάρισαν και μετά που μας συγκέντρωσαν στον 7ο λόχο, με αναγνώρισε και ήρθε και με πήρε για να περάσω μέσα από 50-100 μπαμπού που χτυπούσαν τους στρατιώτες. Περνώντας μέσα από κει κάποιο ήρθε πάνω στο κεφάλι μου έπεσα κάτω εγώ και με πετάξανε για νεκρό πίσω από την ουρά. Όταν μαζέψανε τους κρατουμένους, 165 άτομα, για μια στιγμή εγώ άνοιξα τα μάτια μου, γιατί δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ακούω και μιλάγανε: «Αυτός ζει ακόμα, ζει». Με πήραν και με πήγανε στη γραμμή του Στρατοδικείου» (από τη συνέντευξη του Ν.Βοσνίδη στο ΛΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ, 9/5/1998).
Συγκλονιστική, ηρωική στιγμή Αντίστασης, οι ακίνητοι, πολυβολούμενοι, φαντάροι του Α'ΕΤΟ, ψέλνοντας τον Εθνικό ύμνο!
Η πορεία των σκαπανέων σαν τα σμήνη των πουλιών περνάει από το βόρειο τμήμα στη θάλασσα και από κεί στη νότια χαράδρα, όπου πάρα πολλοί σκοτώνονται. Τα βράχια και η θάλασσα βάφονται από το αίμα των ηρωικών σκαπανέων, ενώ τα βογγητά των τραυματισμένων μπερδεύονται με τον ήχο των πολυβόλων και τα χτυπήματα των Αλφαμιτών με ξύλα και σίδερα πάνω στα κορμιά, τραυματισμένων και όρθιων.
Ως «αρχηγός της στάσης», γιατί για υποτιθέμενη «στάση» των κρατουμένων που έπρεπε να καταστείλουν μίλησαν οι αρχές του Μακρονησιού, για να δικαιολογήσουν την αποτρόπαιη εγκληματική ενέργεια, δηλώθηκε ο Αριστείδης Αρσένης και «άμεσοι βοηθοί» οι Νίκος Αμπατιέλος, Νίκος Βοσνίδης, Παρίσης Κατσαρός και Νίκος Μπαλτάς. Αυτοί οι 5, μαζί με άλλους 109 σκαπανείς παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Οι 5 «αρχηγοί» καταδικάστηκαν σε θάνατο, που αργότερα, μετά την κατακραυγή, μετατράπηκε σε 15, 12 ή 6 χρόνια φυλάκισης.
Να πώς περιγράφει την τύχη των νεκρών στρατιωτών του Α'ΕΤΟ, μετά τη σφαγή, ο Μίμης Βρονταμίτης, καπετάνιος του καϊκιού που κουβάλαγε νερό, τρόφιμα, νεοφερμένους στο κολαστήριο: «Στο φοβερό ντουφεκίδι του Μάρτη του 1948, ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακρυά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη «νεκρός». Ήτανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη και δυο άλλοι γιατροί.
.... Σ' ένα δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
....Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε.
Οι νεκροί όλοι- όλοι ήταν κοντά 350, τους μέτραγα έναν -έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική εμπειρία που έζησα στη ζωή μου». (Από το βιβλίο «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ιστορικός τόπος», ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Α' σελ.579). Οι «θεματοφύλακες» της πατρίδας ξεφορτώνονταν νύχτα τα ...θεάρεστα έργα τους.
ΙV. Μαρτυρίες
Μα- κρό- νη- σος.
Τι ματωμένες συλλαβές.
Πολ Ελυάρ
Τι ματωμένες συλλαβές.
Πολ Ελυάρ
α. Μόνο βασανιστήρια
α.1.
Ξεχωριστή είναι η μαρτυρία του Ισαάκ Ιορδανίδη για τον ακατάβλητο «ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ», Γιάννη Χοντζέα, στο Λ.Δ. της 5/11/1994. «Πρέπει ιδιαίτερα να μνημονευθεί η δοκιμασία της Μακρονήσου. Το φθινόπωρο του 1949 όταν οι πολιτικοί εξόριστοι παραδόθηκαν στην «αναμορφωτική» μανία του στρατού, ο Γιάννης Χοντζέας μεταφέρθηκε, μαζί με τους άλλους νεολαίους, από το πολιτικό (4ο) τάγμα στο περιβόητο Α'ΕΤΟ των Βασιλόπουλου -Ιωαννίδη, όπου βασανίστηκε άγρια. Άντεξε παλικαρίσια τα βασανιστήρια των αλφαμιτών και πέρασε στο «σύρμα», (χώρος απομόνωσης, περιφραγμένος με συρματόπλεγμα, όπου κρατούνταν εκείνοι που δεν είχαν υποκύψει), μαζί με άλλους 100 περίπου νέους αγωνιστές (από το σύνολο των 1200 περίπου, που είχαν μεταφερθεί στο Α'ΕΤΟ)».
α.1.
Ξεχωριστή είναι η μαρτυρία του Ισαάκ Ιορδανίδη για τον ακατάβλητο «ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ», Γιάννη Χοντζέα, στο Λ.Δ. της 5/11/1994. «Πρέπει ιδιαίτερα να μνημονευθεί η δοκιμασία της Μακρονήσου. Το φθινόπωρο του 1949 όταν οι πολιτικοί εξόριστοι παραδόθηκαν στην «αναμορφωτική» μανία του στρατού, ο Γιάννης Χοντζέας μεταφέρθηκε, μαζί με τους άλλους νεολαίους, από το πολιτικό (4ο) τάγμα στο περιβόητο Α'ΕΤΟ των Βασιλόπουλου -Ιωαννίδη, όπου βασανίστηκε άγρια. Άντεξε παλικαρίσια τα βασανιστήρια των αλφαμιτών και πέρασε στο «σύρμα», (χώρος απομόνωσης, περιφραγμένος με συρματόπλεγμα, όπου κρατούνταν εκείνοι που δεν είχαν υποκύψει), μαζί με άλλους 100 περίπου νέους αγωνιστές (από το σύνολο των 1200 περίπου, που είχαν μεταφερθεί στο Α'ΕΤΟ)».
α.2.
Ο εξαίρετος σύντροφος, Παντελής Λιότσος, ο καπετάν Κόρακας του ΕΛΑΣ, που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός ενάντια στους φασίστες κατακτητές και ήταν μάλιστα ο πρώτος Έλληνας έφεδρος ανθυπολοχαγός που μπήκε στο Αργυρόκαστρο, διηγείται: «Στη Μακρόνησο με πήγε συνοδεία ένας ανθυπολοχαγός και με παρέδωσε στο Λαύριο στην Υπηρεσία. Εκεί ήταν άλλοι είκοσι πέντε έφεδροι αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Δεσποτόπουλος, κατόπιν Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Η υπηρεσία την ίδια μέρα, στις 5 του Μάη του 1948, μας μετέφερε στο Γ’ Κέντρο, στη Μακρόνησο. Και ο μεν Δεσποτόπουλος μεταφέρθηκε στον κλωβό, όπου ήταν και προηγούμενα, οι άλλοι έκαναν δήλωση και έμεινα μόνος μου μπροστά στο γραφείο του διοικητή συνταγματάρχη Νταούλη, επί τρεις ώρες, οπότε με ρώτησε: «Γιατί σε φέραν εδώ;» Και του απάντησα: «Γιατί πολέμησα τους Γερμανούς.»
Αμέσως διέταξε και με πήραν οι Αλφαμίτες, οι οποίοι με βασάνισαν μέχρι το πρωί, οπότε με μετέφεραν στα χέρια μέσα στον κλωβό των στρατιωτών, γιατί δεν μπορούσα να περπατήσω - εκεί, όπου ήταν και άλλοι 200 κρατούμενοι στρατιώτες και καθαιρεθέντες αξιωματικοί.
Έμεινα κατάκοιτος σε μια σκηνή με άλλους δύο επί 15 ημέρες, γιατί δεν μπορούσα να περπατήσω, οπότε ένας ανθυπίατρος με έστειλε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Εκεί έμεινα 20 ημέρες, οπότε κατάφερα να περπατήσω. Με μετέφεραν στη συνέχεια στον κλωβό στη Μακρόνησο, όπου συνεχίζονταν τα βασανιστήρια.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1948 με πήγαν στη ΣΦΑ κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία. (Ήταν τόσο ψεύτικα κατασκευασμένη η κατηγορία που ακόμα και οι συγγενείς του θύματος κατέθεσαν πως ήταν αθώος. Σημ. Λ.Δ.) Διοικητής στη ΣΦΑ ήταν ο Θωμάς Σούλης, απότακτος Ταγματάρχης σαν ομοφυλόφιλος, ο οποίος με παρέδωσε στον αρχιβασανιστή τον Κοθρά, ο οποίος με έβαλε στην απομόνωση και με κρατούσε όρθιο συνεχώς. Με χτυπούσαν με ξύλα και με σιδερόβεργες συνέχεια, με έριχναν στη θάλασσα και όταν έχανα τις αισθήσεις μου μου έριχναν νερό στις πλάτες». («ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ιστορικός τόπος», ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Β' σελ.107).
Ο εξαίρετος σύντροφος, Παντελής Λιότσος, ο καπετάν Κόρακας του ΕΛΑΣ, που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός ενάντια στους φασίστες κατακτητές και ήταν μάλιστα ο πρώτος Έλληνας έφεδρος ανθυπολοχαγός που μπήκε στο Αργυρόκαστρο, διηγείται: «Στη Μακρόνησο με πήγε συνοδεία ένας ανθυπολοχαγός και με παρέδωσε στο Λαύριο στην Υπηρεσία. Εκεί ήταν άλλοι είκοσι πέντε έφεδροι αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο Κώστας Δεσποτόπουλος, κατόπιν Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.
Η υπηρεσία την ίδια μέρα, στις 5 του Μάη του 1948, μας μετέφερε στο Γ’ Κέντρο, στη Μακρόνησο. Και ο μεν Δεσποτόπουλος μεταφέρθηκε στον κλωβό, όπου ήταν και προηγούμενα, οι άλλοι έκαναν δήλωση και έμεινα μόνος μου μπροστά στο γραφείο του διοικητή συνταγματάρχη Νταούλη, επί τρεις ώρες, οπότε με ρώτησε: «Γιατί σε φέραν εδώ;» Και του απάντησα: «Γιατί πολέμησα τους Γερμανούς.»
Αμέσως διέταξε και με πήραν οι Αλφαμίτες, οι οποίοι με βασάνισαν μέχρι το πρωί, οπότε με μετέφεραν στα χέρια μέσα στον κλωβό των στρατιωτών, γιατί δεν μπορούσα να περπατήσω - εκεί, όπου ήταν και άλλοι 200 κρατούμενοι στρατιώτες και καθαιρεθέντες αξιωματικοί.
Έμεινα κατάκοιτος σε μια σκηνή με άλλους δύο επί 15 ημέρες, γιατί δεν μπορούσα να περπατήσω, οπότε ένας ανθυπίατρος με έστειλε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Εκεί έμεινα 20 ημέρες, οπότε κατάφερα να περπατήσω. Με μετέφεραν στη συνέχεια στον κλωβό στη Μακρόνησο, όπου συνεχίζονταν τα βασανιστήρια.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1948 με πήγαν στη ΣΦΑ κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία. (Ήταν τόσο ψεύτικα κατασκευασμένη η κατηγορία που ακόμα και οι συγγενείς του θύματος κατέθεσαν πως ήταν αθώος. Σημ. Λ.Δ.) Διοικητής στη ΣΦΑ ήταν ο Θωμάς Σούλης, απότακτος Ταγματάρχης σαν ομοφυλόφιλος, ο οποίος με παρέδωσε στον αρχιβασανιστή τον Κοθρά, ο οποίος με έβαλε στην απομόνωση και με κρατούσε όρθιο συνεχώς. Με χτυπούσαν με ξύλα και με σιδερόβεργες συνέχεια, με έριχναν στη θάλασσα και όταν έχανα τις αισθήσεις μου μου έριχναν νερό στις πλάτες». («ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ιστορικός τόπος», ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος Β' σελ.107).
β. Γυναίκες στη Μακρόνησο
Διαβάζουμε από το κείμενο της Αφροδίτης Μαυροειδή Παντελάκου «Στρατόπεδα Γυναικών», ΑΛΦΕΙΟΣ, σελ.282):
«Να μια μονάχα αφήγηση της απλοϊκής χωριατοπούλας Διαμάντως Καραμπέτσου, χαρακτηριστική για τον τρόπο που προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να της αποσπάσουν τη «δήλωση»:
"... Το βράδυ κατά τις εννιά με δέκα η ώρα με πήρανε και με πήγανε στο Α2 γραφείο. Μόλις μπήκα μέσα μου λένε, αυτό είναι καλό κορίτσι και θα κάνει δήλωση. Εγώ δεν μίλησα. Η σκηνή ήταν γεμάτη από αξιωματικούς και Αλφαμίτες που έτρωγαν. Σχεδόν είχαν τελειώσει και έβαζαν να φάνε τα μήλα τους. Μπαίνοντας μέσα είχα τα χέρια μου στις τσέπες, στο παλτό. Με ρωτάνε από πού είμαι και τους λέω από την Κόνιτσα. Μου λένε, να κάνεις μια δήλωση και να πας στο σπίτι σου. Τους λέω, εγώ δεν έκανα τίποτα και έτσι δεν κάνω δήλωση. Μετά άρχισαν να με αγριεύουν. Μου λένε, βγάλε τα χέρια σου από τις τσέπες ο αξιωματικός σου μιλά. Βγάνω τα χέρια μου από τις τσέπες. Θα κάνεις δήλωση, μου λέει. Όχι, τους λέω, γιατί με λυσσάξανε απ' το πρωί στο ξύλο χωρίς λόγο. Άρχισαν να με χτυπούν. Κατακεφαλιές, βουρδουλιές, κλωτσιές, τράβηγμα από τα μαλλιά, με χτυπούσαν στο κεφάλι πιο πολύ. Εγώ φώναζα: Μανούλα μου τι άνθρωποι είναι αυτοί που σκοτώνουν τον κόσμο στο ξύλο; Θα με σκοτώσουν απόψε. Δεν έχουν μανάδες, γυναίκες και αδερφές; Εκεί που φώναζα, ο Παπαγιαννόπουλος πήγε να μου βάλει το χέρι στο στόμα. Εγώ το τράβηξα και συνέχισα να φωνάζω. Τότε με τραβάει απ' τα μαλλιά, ενώ άλλος μου έκοβε σκαμπίλια, άλλος κλωτσές κι άλλος με έσπρωχνε, για να με πάνε στο τραπέζι εκεί που γράφανε. Μου τραβούσαν το χέρι για να μου το βάλουν στο μελάνι. Εγώ είχα σφίξει το χέρι μου κλειστό και μόλις έφτασα στο τραπέζι, δίνω μια και ρίχνω κάτω τα μελάνια τους. ...... Και με χτυπούσαν. Με πάνε ξανά στο τραπέζι για να μου βάλουν το δάχτυλο στο μελάνι και μου λέγανε: άντε λίγο ακόμα και το κούμπησες το δάχτυλο. Εγώ φώναζα, όχι! όχι! Τους λέω, τι με τραβολογάτε τόσοι άντρες να μου κουμπήσετε το δάχτυλο; Εγώ ξέρω γράμματα για την υπογραφή μου. Μου λέει ο Παπαγιαννόπουλος, τη βάζουμε εμείς την υπογραφή σου. Τέτοιες ψευτοδηλώσεις, τους λέω, κοιτάτε να παίρνετε; Αυτοί γελούσαν όλοι. Αν είχα την ευχαρίστηση να έρθω μονάχη μου... όχι να με τραβολογάτε με το ζόρι. Ήθελαν να με βγάλουν έξω και ο Αλφαμίτης Κλης Γκάσιος τους έγνεφε να με πάρουν πάλι. Και με πήραν και με χτυπούσαν. Τότε, λέει ο Παπαγιαννόπουλος στον Αλφαμίτη: Το έχεις το όπλο σου; Πάρτηνε και πήγαινέ τη στη χαράδρα και ξεμπέρδεψέ την. Δεν μίλησα. Ύστερα έρχεται ο Παπαγιαννόπουλος προς τα μένα, όπως ήμουνα εγώ κοντή κι αυτός ψηλός, και μου λέει: Ξέρεις πως θα σε πάνε στη χαράδρα και θα σε ξεμπερδέψουν; Όπου θέλουν ας με πάνε, του λέω. Με πήρε ένας αλφαμίτης και με πήγε από το άλλο μέρος της σκηνής. Έψαχνε τις σκηνές να μην είναι άλλες γυναίκες μέσα. Με πήγε στην τελευταία σκηνή μόνη μου. Μόλις πήγαμε μπήκε πρώτα ο αλφαμίτης μέσα με το φακό. Εγώ στάθηκα στην πόρτα. Μου λέει, πέρασε μέσα. Καλά θα έρθω, του λέω. Έβγα εσύ έξω. Το σταυρό σου, μου λέει κι φεύγει.
Καθόμουνα μόνη μου και αργά τη νύχτα έφεραν τη Β. Γκοβάτσου. Μόλις μπήκε μέσα και έφυγε ο αλφαμίτης της μίλησα και μου είπε ποια είναι. Εγώ δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί δεν μπορούσα να έρθω στα λογικά μου από το ξύλο. Και όταν έφεξε τη γνώρισα. Όλη τη νύχτα, δεν μ' έπιασε ύπνος. Σκεφτόμουνα μήπως μου είχαν ακουμπήσει το δάχτυλό μου στο μελάνι και είχα κάνει δήλωση. Και έλεγα, Παναγία μου, φώτισε καμιά φορά να ιδώ το δάχτυλό μου, αν έχει μελάνι.
Και φώτισε καμιά φορά και το δάχτυλό μου δεν είχε μελάνι ... "».
«Να μια μονάχα αφήγηση της απλοϊκής χωριατοπούλας Διαμάντως Καραμπέτσου, χαρακτηριστική για τον τρόπο που προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να της αποσπάσουν τη «δήλωση»:
"... Το βράδυ κατά τις εννιά με δέκα η ώρα με πήρανε και με πήγανε στο Α2 γραφείο. Μόλις μπήκα μέσα μου λένε, αυτό είναι καλό κορίτσι και θα κάνει δήλωση. Εγώ δεν μίλησα. Η σκηνή ήταν γεμάτη από αξιωματικούς και Αλφαμίτες που έτρωγαν. Σχεδόν είχαν τελειώσει και έβαζαν να φάνε τα μήλα τους. Μπαίνοντας μέσα είχα τα χέρια μου στις τσέπες, στο παλτό. Με ρωτάνε από πού είμαι και τους λέω από την Κόνιτσα. Μου λένε, να κάνεις μια δήλωση και να πας στο σπίτι σου. Τους λέω, εγώ δεν έκανα τίποτα και έτσι δεν κάνω δήλωση. Μετά άρχισαν να με αγριεύουν. Μου λένε, βγάλε τα χέρια σου από τις τσέπες ο αξιωματικός σου μιλά. Βγάνω τα χέρια μου από τις τσέπες. Θα κάνεις δήλωση, μου λέει. Όχι, τους λέω, γιατί με λυσσάξανε απ' το πρωί στο ξύλο χωρίς λόγο. Άρχισαν να με χτυπούν. Κατακεφαλιές, βουρδουλιές, κλωτσιές, τράβηγμα από τα μαλλιά, με χτυπούσαν στο κεφάλι πιο πολύ. Εγώ φώναζα: Μανούλα μου τι άνθρωποι είναι αυτοί που σκοτώνουν τον κόσμο στο ξύλο; Θα με σκοτώσουν απόψε. Δεν έχουν μανάδες, γυναίκες και αδερφές; Εκεί που φώναζα, ο Παπαγιαννόπουλος πήγε να μου βάλει το χέρι στο στόμα. Εγώ το τράβηξα και συνέχισα να φωνάζω. Τότε με τραβάει απ' τα μαλλιά, ενώ άλλος μου έκοβε σκαμπίλια, άλλος κλωτσές κι άλλος με έσπρωχνε, για να με πάνε στο τραπέζι εκεί που γράφανε. Μου τραβούσαν το χέρι για να μου το βάλουν στο μελάνι. Εγώ είχα σφίξει το χέρι μου κλειστό και μόλις έφτασα στο τραπέζι, δίνω μια και ρίχνω κάτω τα μελάνια τους. ...... Και με χτυπούσαν. Με πάνε ξανά στο τραπέζι για να μου βάλουν το δάχτυλο στο μελάνι και μου λέγανε: άντε λίγο ακόμα και το κούμπησες το δάχτυλο. Εγώ φώναζα, όχι! όχι! Τους λέω, τι με τραβολογάτε τόσοι άντρες να μου κουμπήσετε το δάχτυλο; Εγώ ξέρω γράμματα για την υπογραφή μου. Μου λέει ο Παπαγιαννόπουλος, τη βάζουμε εμείς την υπογραφή σου. Τέτοιες ψευτοδηλώσεις, τους λέω, κοιτάτε να παίρνετε; Αυτοί γελούσαν όλοι. Αν είχα την ευχαρίστηση να έρθω μονάχη μου... όχι να με τραβολογάτε με το ζόρι. Ήθελαν να με βγάλουν έξω και ο Αλφαμίτης Κλης Γκάσιος τους έγνεφε να με πάρουν πάλι. Και με πήραν και με χτυπούσαν. Τότε, λέει ο Παπαγιαννόπουλος στον Αλφαμίτη: Το έχεις το όπλο σου; Πάρτηνε και πήγαινέ τη στη χαράδρα και ξεμπέρδεψέ την. Δεν μίλησα. Ύστερα έρχεται ο Παπαγιαννόπουλος προς τα μένα, όπως ήμουνα εγώ κοντή κι αυτός ψηλός, και μου λέει: Ξέρεις πως θα σε πάνε στη χαράδρα και θα σε ξεμπερδέψουν; Όπου θέλουν ας με πάνε, του λέω. Με πήρε ένας αλφαμίτης και με πήγε από το άλλο μέρος της σκηνής. Έψαχνε τις σκηνές να μην είναι άλλες γυναίκες μέσα. Με πήγε στην τελευταία σκηνή μόνη μου. Μόλις πήγαμε μπήκε πρώτα ο αλφαμίτης μέσα με το φακό. Εγώ στάθηκα στην πόρτα. Μου λέει, πέρασε μέσα. Καλά θα έρθω, του λέω. Έβγα εσύ έξω. Το σταυρό σου, μου λέει κι φεύγει.
Καθόμουνα μόνη μου και αργά τη νύχτα έφεραν τη Β. Γκοβάτσου. Μόλις μπήκε μέσα και έφυγε ο αλφαμίτης της μίλησα και μου είπε ποια είναι. Εγώ δεν μπόρεσα να καταλάβω, γιατί δεν μπορούσα να έρθω στα λογικά μου από το ξύλο. Και όταν έφεξε τη γνώρισα. Όλη τη νύχτα, δεν μ' έπιασε ύπνος. Σκεφτόμουνα μήπως μου είχαν ακουμπήσει το δάχτυλό μου στο μελάνι και είχα κάνει δήλωση. Και έλεγα, Παναγία μου, φώτισε καμιά φορά να ιδώ το δάχτυλό μου, αν έχει μελάνι.
Και φώτισε καμιά φορά και το δάχτυλό μου δεν είχε μελάνι ... "».
γ. Τα παιδιά στη Μακρόνησο
Στις 30 Γενάρη του 1950 όλες οι γυναίκες
και οι μανάδες του ΕΣΑΓ, κάτω από τα ουρλιαχτά του Ιωαννίδη, κλήθηκαν
να παρουσιαστούν με τα παιδιά τους. Περιγράφει η Ναταλία Αποστολοπούλου
τα δραματικά γεγονότα της μέρας: «Ώσπου μια στιγμή ακούνε: «Ο Εθνικός
Στρατός παίρνει τα παιδιά από τις ανάξιες μανάδες!». Κόπηκε η πνοή των
μανάδων. Σπάραξαν τα παιδάκια! Χύθηκαν οι Αλφαμίτες σαν όρνια στις
μητρικές αγκαλιές. Οι μανάδες σφίξανε πάνω τους τα παιδιά τους με
απόγνωση! Γραπώθηκαν κι εκείνα τη στιγμή του κινδύνου στις μανάδες τους,
δένοντας τα χεράκια τους σφιχτά γύρω στους μητρικούς λαιμούς. Γινήκανε
σύμπλεγμα αξεχώριστο.....
Αντισταθήκανε οι μανάδες να κρατήσουν τα παιδιά τους, μα οι γενίτσαροι ήταν πάνοπλοι και δυνατοί. Νικήθηκαν στην άνιση μάχη και χάσαν τα σπλάχνα τους...
Τα παιδιά σπάραζαν στις αγκαλιές και τα χέρια των Αλφαμιτών, καθώς ξεμάκραιναν από τις μανάδες τους. Η κραυγή τους: «μαμά μουου! μαμά μουου!», έσκιζε τις καρδιές μας μέσα στην παγωνιά του γεναριάτικου πρωινού και της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Και είδαμε τότε πως πολλές θέσεις άδειαζαν... από τις μωρομάνες, όμως, καμιά δεν κουνήθηκε από τις θέσεις τους! Καμιά! Και τους αξίζει έπαινος! Αθάνατες! Αθάνατες!».
Αντισταθήκανε οι μανάδες να κρατήσουν τα παιδιά τους, μα οι γενίτσαροι ήταν πάνοπλοι και δυνατοί. Νικήθηκαν στην άνιση μάχη και χάσαν τα σπλάχνα τους...
Τα παιδιά σπάραζαν στις αγκαλιές και τα χέρια των Αλφαμιτών, καθώς ξεμάκραιναν από τις μανάδες τους. Η κραυγή τους: «μαμά μουου! μαμά μουου!», έσκιζε τις καρδιές μας μέσα στην παγωνιά του γεναριάτικου πρωινού και της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Και είδαμε τότε πως πολλές θέσεις άδειαζαν... από τις μωρομάνες, όμως, καμιά δεν κουνήθηκε από τις θέσεις τους! Καμιά! Και τους αξίζει έπαινος! Αθάνατες! Αθάνατες!».