Τελευταίοι στο ωρομίσθιο – πρωτιά στα κέρδη οι επιχειρήσεις!
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τους Έλληνες εργαζόμενους για τη βελτίωση της ζωής τους τα τελευταία χρόνια και πως λίγο πολύ αυτοί που ασκούν κριτική και δεν βλέπουν την αλλαγή απλά θέλουν να τη διαβάλουν. Με αυτή την κραυγαλέα αλαζονεία τους προσπαθούν να κάνουν το άσπρο-μαύρο, διαστρεβλώνοντας ακόμα και τα στοιχεία που βγάζουν οι δικοί τους.
Έτσι τα τελευταία στοιχεία από ειδική ανάλυση του ΚΕΠΕ φέρνουν την Ελλάδα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο αφορά τον μέσο μισθό ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας. Έτσι οι Έλληνες εργαζόμενοι παίρνουν το χαμηλότερο ωρομίσθιο, καθώς μας προσπέρασε πλέον και η Βουλγαρία, που άλλοτε εδώ στην Ελλάδα χλευαζόταν ή αναφερόταν υποτιμητικά από μερικούς οι “μισθοί Βουλγαρίας”. Σε αυτό τον δείκτη έρχεται να προστεθεί και ότι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες χωρίς να αμείβονται. Συγκεκριμένα έχει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Έτσι στη χώρα μας από το 2020 έως το 2023 η μέση αύξηση των ωρών εργασίας υπολογίζεται στο 9,25%, ενώ την ίδια χρονική περίοδο η μέση αύξηση στην ΕΕ ήταν 3,4%. Τα στοιχεία μέσα στην τελευταία 30ετία συνομολογούν ότι ενώ μέχρι το 2009 η αγοραστική δύναμη του μέσου ωρομισθίου υπολογιζόταν στην Ελλάδα πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, από εκείνο το σημείο και μετά ξεκινάει μια συνεχόμενη καθοδική πορεία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα!
Όμως η χώρα έχει και πρωτιές! Σε τι θα περιμέναμε να είναι πρώτη μια χώρα που δίνει τα χαμηλότερα ωρομίσθια; Μα φυσικά τα αφεντικά να είναι πρώτα σε κέρδη. Έτσι η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στον δείκτη κερδών. Καθόλου τυχαία λοιπόν που και οι 5 πρώτες χώρες στην κατάταξη έχουν και τους χαμηλότερους δείκτες πραγματικού μηνιαίου κόστους εργασίας! Έτσι από το 2008 μέχρι το 2024 τα αφεντικά στην Ελλάδα αύξησαν τα κέρδη τους κατά 54%, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα των εργαζομένων μειώθηκαν κατά 30%!!
Χειρότερη η οικονομική κατάσταση για έναν στους δύο…
Γροθιά στην επίπλαστη πραγματικότητα που προσπαθεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη περί «ευημερούσας οικονομίας», αποτελεί η έρευνα που παρουσιάζει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας καθώς σχεδόν ένας στους δύο (46%) δηλώνει ότι η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού επιδεινώθηκε το εξάμηνο που πέρασε. Στον αντίποδα μόλις το 7% δηλώνουν ότι υπήρξε βελτίωση…
Την ίδια στιγμή το ποσοστό όσων δηλώνουν απαισιόδοξοι για την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους κατά το επόμενο εξάμηνο φτάνει το 38%, και το ποσοστό όσων δεν αναμένουν ιδιαίτερη μεταβολή στα οικονομικά του νοικοκυριού τους το 50%.
Σύμφωνα με το «Βαρόμετρο ΚΕΕΕ» εντονότερη απαισιοδοξία επικρατεί και σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας στο επόμενο εξάμηνο, καθώς το 47% αναμένει επιδείνωση (από 44% το Νοέμβριο του 2023) και μόλις το 11% (από το 13% το Νοέμβριο 2023) δηλώνει ότι αναμένει βελτίωση. Παράλληλα 38% θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν θα μεταβληθεί ουσιαστικά (έναντι 39% το Νοέμβριο 2023).
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν καλούνται να αποτιμήσουν την τρέχουσα οικονομική κατάσταση τους, τα μισά περίπου νοικοκυριά (51%) δηλώνουν ότι «τα φέρνουν ίσα – ίσα με το εισόδημά τους», ενώ το 32% δηλώνουν ότι, είτε «τρώνε από τα έτοιμα». Υποχρεώνονται δηλαδή να χρησιμοποιήσουν μέρος των αποταμιεύσεών τους (19%) ή δανείζονται για να τα βγάλουν πέρα (13%).
Στον αντίποδα, μόλις το 16% δηλώνει ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, σε κάποιο βαθμό, στις τρέχουσες συνθήκες.
Παράλληλα όσον αφορά στο κλίμα απαισιοδοξίας που καταγράφεται από την έρευνα οι καταναλωτές τονίζουν ότι η ακρίβεια είναι ο βασικός παράγοντας που το τροφοδοτεί και η αβεβαιότητα σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης. Μάλιστα, το 62% αναφέρει την ακρίβεια ως το νούμερο 1 πρόβλημα στη χώρα σήμερα, ενώ συνολικά αναφέρεται από το 87% μέσα στα τρία βασικότερα προβλήματα της χώρας.
Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι καταναλωτές, σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (38%) και ακολουθούν η απογοήτευση (34%), ο θυμός και η οργή (25%) και η απαισιοδοξία (20%). Ελπίδα (9%), αισιοδοξία (9%) και ηρεμία (6%) δηλώνουν ότι νιώθουν, σχετικά με τα οικονομικά τους δεδομένα, η μικρή μειοψηφία των καταναλωτών.
Σημειώνεται ότι η πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας διεξάγεται δύο φορές το χρόνο, κατά τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο, σε συνολικό δείγμα 2.400 ερωτώμενων (1.200 επιχειρήσεων και 1.200 καταναλωτών). Η έρευνα καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία – μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές).