Κανένα άλλοθι σε νέες εκλογικές αυταπάτες Μόνο στους λαϊκούς αγώνες η προοπτική
Η τριήμερη κοινοβουλευτική διαδικασία που ακολούθησε την πρόταση μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προκαθορισμένη στόχευση, αναμενόμενο τέλος και, σίγουρα, προβλέψιμο περιεχόμενο. Γενικά κάθε «πρόταση δυσπιστίας» -και πολύ περισσότερο σε αυτές τις συνθήκες- στοχεύει στην καλλιέργεια εκλογικών αυταπατών, στρέφει τα βλέμματα εντός των τειχών του κοινοβουλίου και επιχειρεί τον εγκλωβισμό σε ρεφορμιστικές αυταπάτες κάθε είδους. Από αυτή την άποψη, εξ αρχής, ο ελληνικός λαός δεν είχε να περιμένει καμία θετική εξέλιξη από ένα καλοστημένο θέατρο, που ειδικά από το ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε ως σφοδρή πολιτική αναμέτρηση και από τα ΜΜΕ ως μια ακόμη κορυφαία δημοκρατική διαδικασία.
Σίγουρα, ως διαδικασία, αξιοποιήθηκε και μετατράπηκε σε όχημα εκτόνωσης της λαϊκής οργής, που και μετά τα γεγονότα των χιονοπτώσεων της περασμένης εβδομάδας πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας μάλιστα στο όνομα της οργής του λαού, επέλεξε -πολύ πιο προσεχτικά από την προηγούμενη φορά που ήταν στην αντιπολίτευση- να μείνει μακριά από διαδικασίες κινητοποιήσεων και μαζικού κινήματος και να την οδηγήσει, όσο αυτό είναι εφικτό, μέσω της μομφής στις αυταπάτες του εκλογικού παραβάν. Ως τέτοια και παρά τους θετικούς απολογισμούς που δημοσίευσε η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν μπορούσε να έχει και δεν είχε κανένα θετικό αντίκτυπο για το λαό και πολύ περισσότερο για το κίνημα.
Η ίδια η συζήτηση υπήρξε ενδεικτική και εξόχως αποκαλυπτική της παρακμής και της σήψης που θριαμβεύει στο αστικό πολιτικό σύστημα. Οι θεατρινισμοί, οι φθηνοί εξυπνακισμοί και οι γηπεδικές ατάκες -ειδικά από τα κυβερνητικά στελέχη- πιστοποιούν την όλο και πιο έντονη αμερικανοποίηση των πολιτικών διαδικασιών και στην Ελλάδα. Οι ακατάσχετες κενολογίες και οι διαρκείς αναφορές στην ανικανότητα της παρούσας αλλά και της προηγούμενης κυβέρνησης, επί της ουσίας αποτέλεσαν τον φερετζέ πίσω από τον οποίο κρύφτηκαν οι συμπτώσεις των δυνάμεων του αστικού μπλοκ στα βασικά πολιτικά ζητήματα της περιόδου.
Σε ένα απόλυτα στημένο σκηνικό, με την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ σε ρόλο κλακαδόρων χούλιγκαν, ο Μητσοτάκης επιχείρησε να μετατρέψει το τριήμερο της μομφής ως ξέπλυμα για την εγκληματική πολιτική τής κυβέρνησής του. Που ειδικά το τελευταίο διάστημα με την πανδημία, την ακρίβεια και την κακοκαιρία απλώνει τον όλεθρο και μαζί την αγανάκτηση απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Με προκλητικό στυλ, ανοησίες και εξυπνακισμούς, που παραπέμπουν σε ύφος Τραμπ, παρουσιάστηκε ξανά ως ο πρωθυπουργός μιας πετυχημένης κυβέρνησης που εμφανίζει και… κάποιες αδυναμίες. Αντιστρέφοντας ξανά την πραγματικότητα, παρουσίασε το ΕΣΥ ενισχυμένο, τους εργαζόμενους ευνοημένους και την οικονομία καλπάζουσα! Με ιδιαίτερη αναφορά στις νέες αφίξεις «επενδυτών» (JPmorgan, cisco, Pfizer κλπ) επιχείρησε με αοριστίες να τις παρουσιάσει ως σημαντικές επιτυχίες που προδικάζουν την «οικονομική ανάπτυξή» τους και όχι σαν αυτό που είναι. Το τεκμήριο δηλαδή της διαμόρφωσης συνθηκών «επενδυτικού eldorado» χωρίς εργασιακά δικαιώματα, κοινωνικό κράτος κλπ.
Πίσω από τους πρωθυπουργικούς θεατρινισμούς και το πολύ προσεχτικά στημένο σκηνικό στη Βουλή κατά την ομιλία του, κρύβεται μια κυβέρνηση που βρίσκεται σίγουρα σε κρίση. Με πολλά στελέχη της παράταξης άλλα και δικά της «τηλεοπτικά παιδιά» να επιχειρούν να διαφοροποιηθούν, διαβλέποντας το ενδεχόμενο ενός ναυαγίου της γαλάζιας παράταξης. Σε κάθε περίπτωση, πίσω από την επιτηδευμένη σιγουριά του Μητσοτάκη υπάρχει η πραγματικότητα που προδικάζει εξελίξεις και πολιτικό μέλλον ρευστό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οΤσίπρας, σε μια προσπάθεια «επιστροφής», απομακρύνθηκαν για πρώτη φορά στα δυόμισι αυτά χρόνια από την άσφαιρη «κριτική» περί ανικανότητας και διαφάνειας και άγγιξαν τα ζητήματα των ιδιωτικοποιήσεων, του διαλυμένου ΕΣΥ και της εγκατάλειψης των κρατικών δομών πολιτικής προστασίας. Όμως για κάθε πεδίο κριτικής υπήρχε η πρόσφατη κυβερνητική τους θητεία να υπονομεύει τον ίδιο το λόγο τους. Γιατί είτε μιλήσουν για τα κρατικοδίαιτα λαμόγια που λυμαίνονται τα διόδια και το δημόσιο πλούτο, είτε για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, είτε για αντεργατικούς νόμους και ανατροπές σε υγεία, παιδεία, πρόνοια, είτε για συμφωνίες για βάσεις και οπλικά συστήματα, είναι η ίδια η πολιτική τους επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που διατηρεί το δικό της σημαντικό μερίδιο σε όλα αυτά. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να ξεχνά ότι δυόμισι χρόνια τώρα, σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα που προέκυψαν επί διακυβέρνησης ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ με το λόγο του και τη στάση του στο μαζικό κίνημα έβαλε επί της ουσίας πλάτη στην επιβολή αυτής της πολιτικής. Στο κλείσιμο της ομιλίας του ο Τσίπρας επανέβαλε τα γνωστά περί κατάργησης με νόμους όλου του αντιλαϊκού πλαισίου της ΝΔ την πρώτη εβδομάδα της διακυβέρνησής τους. Και κατέληξε, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές τη φράση «μόνο με εκλογές»… ως γνήσιο ρεφορμιστικό αστικό κόμμα, να ανατροφοδοτεί τις γνωστές αυταπάτες του παραβάν που αποδείχθηκαν ολέθριες για το λαό και τον τόπο. Και που ανέστησαν και επανέφεραν τη Δεξιά θριαμβευτικά στο πολιτικό προσκήνιο.
Αριστερή έξοδο επιχείρησε ο Κουτσούμπας και το ΚΚΕ που θυμήθηκε τον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, αντιπαραβάλλοντας τις κινητοποιήσεις (του) στην πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ. Είτε την περίοδο των lockdown και των φασιστικών απαγορεύσεων, είτε το τελευταίο διάστημα που οι εργαζόμενοι είναι αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή επίθεση και με το νόμο Χατζηδάκη, οι δυνάμεις του ΚΚΕ με τη στάση προσαρμογής και συμμόρφωσης -που υιοθέτησαν σε κάθε κρίσιμη φάση και συνεχίζουν να ακολουθούν- προσφέρουν στην πραγματικότητα έδαφος για την επιβολή αυτής της πολιτικής. Κρύβοντας, βέβαια, ότι ειδικά στα δύο δύσκολα τελευταία χρόνια οι δυνάμεις του και στο συνδικαλιστικό κίνημα έχουν επί της ουσίας κηρύξει τη σιωπή. Την επίθεση στην «ολιγαρχία» (και στους ξένους δυνάστες), συμπλήρωσε και ο Βαρουφάκης που η σφοδρή κριτική του στο σύστημα, κατέληξε σε προτάσεις για μια άλλη διακυβέρνηση από το δημοκρατικό μπλοκ, που τελικά θα οδηγήσει σε «αποκεντρωμένες, συμμετοχικές, βιώσιμες οικονομικές δραστηριότητες»… «για την κατάργηση των μονοπωλίων και τον εκδημοκρατισμό της παραγωγής». Τραγικά μικρότερος από το κατασκευασμένο από τα ΜΜΕ είδωλό του αποδείχθηκε ο Ανδρουλάκης στις τοποθετήσεις του και στην ομιλία του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΙΝΑΛ. Με μία κριτική που ξεκινάει από την ανικανότητα και φτάνει μέχρι την αδιαφάνεια, χωρίς να μπορεί ούτε στο ελάχιστο να διαχωριστεί από την πολιτική του Μητσοτάκη, αδυνατεί να εκφράσει στο ελάχιστο την κοινωνική οργή που γεννάει η δεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική. Είναι βέβαιο ότι όσο θα παραμένει έτσι, παρά το αγκομαχητό των πληρωμένων ΜΜΕ και των επικοινωνιολόγων του να δημιουργήσουν έναν «νέο ηγέτη», η πραγματικότητα αναμένεται να αποδειχθεί πολύ χειρότερη από τη δημοσκοπική εικόνα.
Η «πρόταση μομφής» υπήρξε -και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς- μια απολύτως ελέγξιμη και ακίνδυνη διαδικασία για το σύστημα και την κυβέρνηση της ΝΔ. Ως τέτοια αξιοποιήθηκε από όλες τις δυνάμεις και τις αποχρώσεις του κοινοβουλίου σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό για την προβολή των πολιτικών τους σκοπιμοτήτων. Σε κάθε περίπτωση ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτα από τέτοιες διαδικασίες. Διαδικασίες που, όσο και να τις στολίζει το σύστημα με δημοκρατικές αυταπάτες, δεν είναι τίποτε άλλο από στημένες θεατρικές παραστάσεις. Ειδικά σε αυτές τις συνθήκες καμία ανοχή δεν πρέπει να υπάρχει σε νέες εκλογικές αυταπάτες.
Η διέξοδος και η προοπτική βρίσκεται μόνο στους λαϊκούς αγώνες.
Όχι στις δυνάμεις και τις διαδικασίες που τους υπονομεύουν.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος