Γρήγορη αναζήτηση

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Η κυβέρνηση εξαπολύει την πιο άγρια αστυνομική βία και καταστολή για να κάμψει την αντίσταση του λαού και να επιβάλει τα βάρβαρα αντεργατικά μέτρα

ΜΑΤ-8

Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες μιας πρωτοφανούς σκληρότητας των κατασταλτικών δυνάμεων, που όμοιά της έχει να γνωρίσει ο ελληνικός λαός από τα σκληρά χρόνια της δικτατορίας. Αμέτρητα περιστατικά αμείλικτου αυταρχισμού εξελίσσονται καθημερινά σε όλες σχεδόν τις πόλεις της χώρας. Στόχος των αστυνομικών αυτών επιθέσεων είναι κατά κύριο λόγο οι κινητοποιήσεις που αντιστέκονται στις κυβερνητικές επιλογές στην οικονομία, την υγεία, την παιδεία και τα δημοκρατικά δικαιώματα.

Οι αστυνομικές δυνάμεις -με την πλήρη κάλυψη των κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του Μητσοτάκη προσωπικά- δέρνουν αλύπητα νέους, γυναίκες, οικογένειες, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου, αφού εισβάλλουν ακόμα και στο εσωτερικό των σπιτιών επειδή οι ένοικοι αποδοκιμάζουν τις αστυνομικές πράξεις βίας. Το δόγμα της πολιτικής αυτής το διατύπωσε με σαφήνεια η ευρωβουλευτής και πρώην κυβερνητική εκπρόσωπος Σπυράκη, η οποία με περισσό θράσος δήλωσε ότι απαγορεύεται να αποδοκιμάζονται οι αστυνομικές δυνάμεις, δηλώσεις που είχαμε να ακούσουμε απ’ τους «κυβερνητικούς» εκπροσώπους της χούντας, όπως ο Γεωργαλάς.

Η στρατηγική του αστυνομικού κράτους είναι σύμφωνη με το αντιδραστικό δεξιό προφίλ που διαμορφώνει η σημερινή κυβέρνηση, ίδιο με την πολιτική που είχε εκφράσει και ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, που το1990 -όταν κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός της χώρας- δήλωνε απερίφραστα προς τις αστυνομικές δυνάμεις ότι αυτές είναι το κράτος, με αποτέλεσμα και τότε να έχουμε σκληρές κατασταλτικές επιθέσεις ενάντια στο λαό και τη νεολαία, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του αγωνιστή εκπαιδευτικού Νίκου Τεμπονέρα από τραμπούκους της ΟΝΝΕΔ και με την ανοχή της αστυνομίας.

Όμως η σημερινή πολιτική του σκληρού αυταρχισμού, εκτός του ότι υπηρετεί τις καθημερινές ανάγκες της κυβέρνησης για να περνάει την πολιτική της, έρχεται να προετοιμάσει το έδαφος για τα μέτρα που πρόκειται να εφαρμοστούν όταν και όποτε αποφασίσει η κυβέρνηση να αναστείλει την ολέθρια πολιτική τής σκληρής καραντίνας. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κυβερνητικού επιτελείου να κάνει το άσπρο μαύρο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των «προθύμων» των λεγόμενων συστημικών ΜΜΕ, η κατάσταση που διαμορφώνεται στην οικονομία είναι όχι απλά κακή αλλά οδηγείται σε τέτοιο αδιέξοδο, που μπορεί τα μνημόνια να φανούν σαν απλή περιπέτεια στη ζωή μας.

Με την οικονομία κλειστή για πάνω από ένα χρόνο, με μια οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό και τα παρασιτικά επαγγέλματα, τα μηνύματα που φτάνουν απ’ όλες τις μεριές είναι τραγικά. Εκατοντάδες χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις και μικρομάγαζα έχουν στην κυριολεξία διαλυθεί και σήμερα υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, επειδή βρίσκονται σε διακοπή λειτουργίας και δεν φαίνεται ο αριθμός των οριστικά κλειστών επιχειρήσεων. Ο μεγαλύτερος αριθμός των μικρομεσαίων αυτοαπασχολούμενων διατηρούν τυπικά ανοιχτά τα μαγαζιά τους για να εισπράξουν τα επιδόματα πείνας που παρέχει υποχρεωτικά η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να καταλαγιάσει την αγανάκτησή τους.

Εκεί όμως που θα φανεί η σκληρή πραγματικότητα είναι στους εργαζόμενους. Σήμερα, με την πολιτική της αναστολής εργασίας δεν φαίνεται η πραγματική εικόνα της ανεργίας. Στην πραγματικότητα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στις μικρές επιχειρήσεις, που σήμερα φυτοζωούν με το επίδομα των 540 ή των 380 ευρώ, θα βρεθούν οριστικά εκτός εργασίας και τότε θα φανεί το φρικτό πρόσωπο της πραγματικότητας.

Στις συνθήκες αυτές είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα πάρει άμεσα μέτρα ενός νέου κύκλου μνημονίων -ανεξάρτητα από το όνομα που θα τους δοθεί- που θα βυθίσουν στη φτώχεια, την εξαθλίωση και την ανεργία πολύ μεγάλο τμήμα του λαού μας. Η περικοπή των μισθών, η περικοπή των συντάξεων, η παραπέρα ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, η τηλεργασία, η ανασφάλιστη εργασία και η εκ περιτροπής εργασία θα είναι στην πρώτη γραμμή για τη «ανόρθωση» της οικονομίας, όπως θα υποστηρίζουν τα παπαγαλάκια της πολιτικής του αυταρχισμού.

Για να περάσει όμως αυτή η πολιτική των σκληρών μέτρων χρειάζονται δύο πράγματα. Πρώτον το θεσμικό πλαίσιο για την εφαρμογή τους και δεύτερον ένα σύνολο σκληρών τρομοκρατικών κατασταλτικών μέτρων με την αστυνομία πρωταγωνιστή στην κοινωνία. Είναι αλήθεια ότι και για τα δύο έχει φροντίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Έχει ολοκληρώσει την ψήφιση ενός πακέτου νόμων που θα επιτρέψουν στη μεγάλη εργοδοσία να τσακίσει όποιο εργατικό δικαίωμα έχει απομείνει στους εργαζόμενους και ταυτόχρονα έχει προετοιμάσει το έδαφος της σκληρής αστυνομοκρατίας, τόσο με τους νόμους που έχει ψηφίσει όσο και με την καθημερινή πρακτική των κυβερνητικών υπευθύνων. Στην πολιτική αυτή που σχεδίασε η κυβέρνηση είχε και άλλους συνεργούς, αφού κατάφερε να παρασύρει όλη την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση στην πολιτική της εθνικής συναίνεσης και ομοψυχίας με πρόσχημα την πανδημία. Έτσι, αν και δεν έκανε τίποτε σχεδόν για να αναχαιτίσει την πανδημία, προχώρησε μεθοδικά στην εφαρμογή της πολιτικής του αυταρχισμού.

Όμως τα σχέδια της κυβέρνησης συναντάνε σοβαρές αντιστάσεις μέσα στην κοινωνία. Βασικοί κλάδοι εργαζομένων όπως οι υγειονομικοί, οι εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και η φοιτητική νεολαία βρέθηκαν στους δρόμους. Απαιτούσαν και απαιτούν ενίσχυση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, την κατάργηση του νόμου Κεραμέως στην εκπαίδευση και των πρωτοφανών μέτρων στα Πανεπιστήμια, που η κυβέρνηση τα μετατρέπει σε «σωφρονιστήρια» με την εγκατάσταση των αστυνομικών δυνάμεων μέσα σ’ αυτά -κάτι που είχε κάνει και η χούντα, όπως ομολόγησε και ο υπουργός της κυβέρνησης Γεραπετρίτης.

Οι σκληρές αστυνομικές επιθέσεις της τελευταίας περιόδου έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό ρεύμα αντίστασης που εκφράστηκε σε πολλές πόλεις της χώρας και γειτονιές της Αθήνας και που ανάγκασε την κυβέρνηση σε μερική αναδίπλωση, χωρίς φυσικά να αλλάζει τις βασικές της επιλογές. Το επόμενο διάστημα θα κριθεί αν θα καταφέρει το μαζικό κίνημα να αλλάξει τα πράγματα, να αποκρούσει τα κυβερνητικά σχέδια και να τα ανατρέψει. Αν περάσει ένα κλίμα εφησυχασμού που καλλιεργείται από διάφορες πλευρές, θα ακυρώσει σε μεγάλο βαθμό τα όποια θετικά στοιχεία πρόεκυψαν απ’ τις τελευταίες κινητοποιήσεις. Επομένως το στοίχημα είναι ανοιχτό για τις αγωνιστικές δυνάμεις και οι συσχετισμοί θα καθορίσουν την εξέλιξη των αγώνων.