Επιτακτική ανάγκη η ανασύνταξη του κινήματος, η καταγγελία και απόκρουση των εκφυλιστικών φαινομένων
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από εκεί που δρομολογούσε μια προπαγάνδα εξωραϊσμού του έργου της, προσανατολισμένη στις επερχόμενες εκλογές, βρίσκεται αντιμέτωπη με ρήγματα στο εσωτερικό της (παραίτηση Κοτζιά, αντιπαραθέσεις με τον συνεταίρο Π.Καμμένο), με τριβές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, με εντάσεις που προκαλεί το άνοιγμα θεμάτων εθνικής κυριαρχίας (επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης, πολιτική της πλήρους παράδοσης της χώρας σε αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς), με αναταράξεις στην οικονομία (τραπεζική κρίση), με αντιδράσεις που προκαλεί ο νέος ληστρικότερος κρατικός Προϋπολογισμός για το 2019. Η προσπάθειά της να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα και να ανακόψει το δυσμενές γι’ αυτήν κλίμα εστιάζεται σε μια εντεινόμενη παραπλανητική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της πολιτικής της.
Ο ελληνικός λαός εξακολουθεί να ζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων, τεράστιας ανεργίας και οικονομικής εξουθένωσης, που όχι μόνο δεν την άμβλυνε αλλά αντίθετα την ενέτεινε και τη συνεχίζει η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Βλέπει μπροστά τους μισθούς και τα μεροκάματα ισοπεδωμένους, τα φορολογικά χαράτσια να αβγαταίνουν, οι τιμές στο ρεύμα και στο πετρέλαιο να ανεβαίνουν, οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις να πληθαίνουν και να γίνονται πιο απειλητικές για τον πολύ κόσμο, καθώς μάλιστα προωθείται για μέχρι τέλους του χρόνου ένα πρόγραμμα μείωσης των “κόκκινων δανείων” κατά 15-20 δις ευρώ !
Αυτή η πραγματικότητα ασκεί πιέσεις και έθεσε μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ζήτημα προκήρυξης απεργίας για το Νοέμβρη ενάντια στο νέο κρατικό Προϋπολογισμό και την πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση για τα εργασιακά ζητήματα.
Προκήρυξη που το προχώρημά της έχει προσκρούσει στις υπονομευτικές και διαλυτικές συνδικαλιστικές πολιτικές των βασικών συνδικαλιστικών παρατάξεων.
Μπαίνοντας στο φθινόπωρο του 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ λογάριαζε πως, έχοντας υπογράψει τη λεγόμενη “συμφωνία λήξης του προγράμματος στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EMS) ” αλλά και την υπαγορευμένη από τις ΗΠΑ και την ΕΕ συμφωνία των Πρεσπών, θα μπορούσε να εμφανισθεί στον ελληνικό λαό διαλαλώντας ότι “πέτυχε εκεί που οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς”, κουνώντας σαν περγαμηνές για την πολιτική της το ότι έβαλε δήθεν “τέλος στα μνημόνια” και επιπλέον ότι σημείωσε μια “μεγάλη διπλωματική επιτυχία” για ένα “μείζον θέμα της εξωτερικής πολιτικής” που χρόνιζε δεκαετίες.
Μπορεί να υπολόγιζε και να υπολογίζει στην καλλιέργεια αυτής της πλαστής εικόνας για να περιορίσει τη φθορά της επιρροής του, ζήτημα που όλο και πιο έντονα απασχολεί και ανησυχεί τον ΣΥΡΙΖΑ όσο μικραίνει ο χρόνος μέχρι τις εκλογές (δημοτικές, ευρωεκλογές, βουλευτικές) που θα γίνουν το 2019. Ωστόσο, οι πολιτικές εξελίξεις αλλού τον βγάζουν και απέναντί του έχει μια διευρυμένη εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια που ψάχνει δρόμους για να εκφραστεί όπως δείχνουν και οι αναγγελίες απεργίας για το Νοέμβρη.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από εκεί που δρομολογούσε μια προπαγάνδα εξωραϊσμού του έργου της, προσανατολισμένη στις επερχόμενες εκλογές, βρίσκεται αντιμέτωπη με ρήγματα στο εσωτερικό της (παραίτηση Κοτζιά, αντιπαραθέσεις με τον συνεταίρο Π.Καμμένο), με τριβές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, με εντάσεις που προκαλεί το άνοιγμα θεμάτων εθνικής κυριαρχίας (επέκταση αιγιαλίτιδας ζώνης, πολιτική της πλήρους παράδοσης της χώρας σε αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς), με αναταράξεις στην οικονομία (τραπεζική κρίση), με αντιδράσεις που προκαλεί ο νέος ληστρικότερος κρατικός Προϋπολογισμός για το 2019. Η προσπάθειά της να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα και να ανακόψει το δυσμενές γι’ αυτήν κλίμα εστιάζεται σε μια εντεινόμενη παραπλανητική παρουσίαση των αποτελεσμάτων της πολιτικής της.
★★★
Στο ζωτικό οικονομικό θέμα που βαραίνει κατ’ εξοχήν τον ελληνικό λαό, με ηχηρές δημαγωγίες ότι πρώτη φορά το 2019 θα εφαρμοσθεί “όχι ένας προϋπολογισμός λιτότητας” αλλά ένας “ προϋπολογισμός δημοσιονομικής επέκτασης” με μικροεξαγγελίες για μοίρασμα κάποιων οικονομικών ψίχουλων, και κυρίως με την απόκρυψη του μεγάλου δάσους των οικονομικών βαρών που είναι φορτωμένος ο ελληνικός λαός (καθώς διατηρεί άθικτους τους μνημονιακούς νόμους) αλλά και των πρόσθετων που θα επιβάλει το 2019, επιδιώκει να δημιουργήσει την εντύπωση “αλλαγής σελίδας” στην οικονομική ζωή του. Για τη στήριξη αυτής της εντύπωσης εφευρέθηκε και το κυβερνητικό τρικ για τα “δυο σενάρια” του προσχεδίου κρατικού Προϋπολογισμού, το ένα με αναστολή περικοπής των συντάξεων και το άλλο χωρίς την περικοπή, που κατέθεσε η κυβέρνηση όχι κατευθείαν στη Βουλή αλλά στην επιτροπεία της ΕΕ για να πάρει πρώτα την έγκρισή της. Διαδικασία που δείχνει πόσο ψευδής είναι και ο επαναλαμβανόμενος δημαγωγικός ισχυρισμός του Αλ.Τσίπρα για “ανάκτηση της ανεξαρτησίας” της χώρας να “σχεδιάζει και να χαράζει” την οικονομική πολιτική της. Όπως ψευδής είναι και ο κυβερνητικός ισχυρισμός πως η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε “νέα φάση” και “καθιερώνεται ως μία δυναμική οικονομία”, όπως ξαναείπε ο Αλ.Τσίπρας σε πρόσφατη ομιλία του λίγες μόνο μέρες μετά το ταρακούνημα του ελληνικού χρηματιστηρίου και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που προκάλεσε συναγερμό στην κυβέρνηση και που έδειξε τη συνεχιζόμενη βαριά καχεξία της ελληνικής οικονομίας.
Και ακόμα πιο ψευδής ο ισχυρισμός ότι ο κρατικός Προϋπολογισμός για το 2019 ότι δεν είναι “προϋπολογισμός λιτότητας”, αλλά ότι “μετά από 8 χρόνια ανοίγει τον δρόμο για πιο αισιόδοξες μέρες για τον ελληνικό λαό». Κι αυτό λέγεται όταν τα ίδια τα στοιχεία του κυβερνητικού προσχεδίου του προϋπολογισμού προβλέπουν αυξημένη οικονομική αφαίμαξη για το 2019, με τον ελληνικό λαό να πληρώνει 1,2 δις περισσότερους φόρους σε σχέση με το 2018 και με τις κρατικές κοινωνικές δαπάνες που μειώθηκαν κατά 10δις από το 2015 έως το 2018 να μειώνονται ακόμα περισσότερο, κατά μισό δις ευρώ το 2019. Όσον αφορά το “σενάριο μη περικοπής των συντάξεων το 2019”, με το οποίο το κυβερνητικό επιτελείο επιχειρεί να φορέσει μανδύα “φιλολαϊκότητας” στο νέο σκληρότερο αντιλαϊκό Προϋπολογισμό του 2019, πέρα από το ότι τελεί υπό την τελική κρίση της ΕΕ, στην πραγματικότητα αποτελεί μια απόπειρα εξαπάτησης των συνταξιούχων και του ελληνικού λαού με ψηφοθηρική σκοπιμότητα. Γιατί δεν αποτελεί σενάριο ματαίωσης των περικοπών συντάξεων (κάτι που θα προϋπόθετε κατάργηση του αντιασφαλιστικού νόμου του Κατρούγκαλου, πράγμα που δεν κάνει η κυβέρνηση) αφού ακόμα και αν το προκρίνει η ΕΕ, θα πρόκειται για μια προσωρινή αναστολή περικοπής των συντάξεων, μια μετάθεση της περικοπής για λίγο αργότερα (αυτό που θα ήθελε η κυβέρνηση για να περάσει το σκόπελο των εκλογών χωρίς να υποχρεωθεί πριν να κάνει μια τέτοια περικοπή), με αντίτιμο ένα ισοδύναμο οικονομικά κόψιμο “κοινωνικών μερισμάτων” που συμπεριλαμβάνονται στο προσχέδιο του κρατικού Προϋπολογισμού. Με άλλα λόγια τα λεφτά που θέλουν να πάρουν η κυβέρνηση και οι δανειστές από τον ελληνικό λαό, και αν προσωρινά δεν επιλέξουν να τα πάρουν από το κονδύλι των συντάξεων, θα τα πάρουν από άλλο κοινωνικό κονδύλι. Το οικονομικό στράγγισμα, δηλαδή, λαϊκών στρωμάτων στο ύψος που θέλουν με τη μια ή την άλλη μορφή θα το κάνουν.
★★★
Η “αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας” και “η μετατροπή της χώρας σε πυλώνα σταθερότητας και ηγετική δύναμη στα Βαλκάνια” είναι το δεύτερο προπαγανδιστικό μοτίβο με το οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να φτιάξει μια εξωραϊσμένη εικόνα για την πολιτική της. Η “φιλοτέχνηση”, όμως, αυτής της εικόνας γίνεται με πολύ σαθρά και σκοτεινά υλικά που οδηγούν σε τραγελαφικές και επικίνδυνες καταστάσεις:
Στις πρώτες εντάσσεται όλο αυτό το σκηνικό που έχει δημιουργηθεί με τη “διπλή έκφραση” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για το Μακεδονικό, με τον Αλ.Τσίπρα να προωθεί τη Συμφωνία των Πρεσπών και τον κυβερνητικό συνεταίρο του και υπουργό Άμυνας, Π.Καμμένο, όχι μόνο να αντιτίθεται σ’ αυτήν και να διατυμπανίζει ότι δεν θα την ψηφίσει στη Βουλή, αλλά και να προχωρεί παραπέρα. Να διατυπώνει στις ΗΠΑ “εναλλακτική πρόταση” για το Μακεδονικό ( ίσως και ως “λαγός” εναλλακτικών λύσεων που εξετάζουν οι ΗΠΑ σε περίπτωση ναυαγίου της συμφωνίας των Πρεσπών, αφού κατά “πληροφορίες” του αστικού τύπου “ο κ. Καμμένος έγινε δέκτης ορισμένων γενικών εναλλακτικών ιδεών κατά τη διάρκεια της πρόσφατης παρουσίας του στη Σύνοδο των υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες”) σε αντιπαράθεση με την επίσημη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, με επακόλουθο τη σύγκρουση με τον υπουργό Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, την ανταλλαγή αλληλοκατηγοριών μεταξύ των δύο υπουργών, την παράδοση επιστολής παραίτησης από τον υπουργό Εξωτερικών στον πρωθυπουργό, την άρνηση του Αλ.Τσίπρα να τη δώσει στη δημοσιότητα, αλλά και την αξιοσημείωτη επιλογή του να διατηρήσει τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ αποδεχόμενος την παραίτηση Κοτζιά. Και ασφαλώς, υπάρχουν και απρόβλεπτες προεκτάσεις από αυτή την υπόθεση μέχρι να έλθει για ψήφιση στη Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών και αν, βέβαια, μέχρι τότε δεν υπάρξει εμπλοκή στην εξέλιξη της ίδιας υπόθεσης και στα Σκόπια.
Στις δεύτερες εντάσσεται η υπαγωγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που σφραγίζεται από τη δήλωση του Αλ.Τσίπρα στην Ουάσιγκτον ότι «οι ΗΠΑ είναι ο καλύτερος στρατηγικός σύμμαχος στην περιοχή» και συμπληρώνεται από τις δηλώσεις Καμμένου να αναπτύξουν οι ΗΠΑ στρατιωτικές δυνάμεις «σε μία πιο μόνιμη βάση όχι μόνο στον Κόλπο της Σούδας, αλλά επίσης στο Βόλο, στη Λάρισα και στην Αλεξανδρούπολη και στο μέλλον και στην Κάρπαθο». Η πολιτική αυτή, που έχει ανοίξει τον δρόμο να οργανώνονται σε όλη την Ελλάδα σεμινάρια για την “υποστήριξη της κοινής γνώμης στους σκοπούς του ΝΑΤΟ” ακόμα και ασκήσεις με ειδικές δυνάμεις του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού στην Αττική, θεωρείται από την κυβέρνηση ως “αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας”. Ωστόσο, το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι να αναβαθμίζει τους κινδύνους για τη χώρα μας καθώς την εμπλέκει στενότερα με τις αμερικάνικες επιθετικές επιδιώξεις και τη μετεξελίσσει σε μια διευρυμένη βάση αυτών των επιδιώξεων.
Το γεγονός αυτό πιστοποιούν και οι προειδοποιήσεις του Ρώσου υπουργού Άμυνας στον Π.Καμμένο που τον επισκέφθηκε ότι η Ρωσία “παρακολουθεί με ανησυχία” την ενίσχυση της αμερικανοΝΑΤΟϊκής παρουσίας στην Ελλάδα. Προειδοποιήσεις που γίνονται και μετά και τις δηλώσεις που έκανε η Ρωσία, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς, πως “θα στοχοποιήσει όλες τις χώρες που θα φιλοξενήσουν βάσεις με αμερικάνικα πυρηνικά όπλα” (Είναι γνωστό ότι την Άνοιξη επισκέφθηκε τον Άραξο ο επικεφαλής της πυρηνικής πολιτικής του ΝΑΤΟ).
Σε ευθεία αντιστοιχία μ’ αυτή την πολιτική βρίσκεται και ο χειρισμός που κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα θέματα που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας, με τελευταίο κρούσμα το θέμα που άνοιξε αποχωρώντας ο Ν. Κοτζιάς για “έτοιμα Προεδρικά διατάγματα” σταδιακής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 μίλια. Ένα θέμα που πυροδότησε την αντίδραση και τις απειλές ξανά της Τουρκίας και το οποίο στη συνέχεια “μάζεψε” ο πρωθυπουργός, δηλώνοντας ότι το θέμα θα αντιμετωπιστεί όχι με Προεδρικά διατάγματα, αλλά με “νομοσχέδιο” σε συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Η τοποθέτηση της εξωτερικής πολιτικής κάτω από αμερικανοΝΑΤΟϊκή σκέπη δεν μπορεί να αναπαράγει παρά μόνο αδιέξοδα, όπως άλλωστε ξαναφάνηκε και τώρα με αφορμή την αντιπαράθεση με την Τουρκία για το θέμα των 12 μιλίων, στην οποία οι ΗΠΑ παρενέβησαν για άλλη μια φορά με δήλωση Πόντιου Πιλάτου.
★★★
Όλα αυτά γίνονται, αναμφίβολα, αντιληπτά από τον ελληνικό λαό, οξύνουν τους κυβερνητικούς διαξιφισμούς με την αντιπολίτευση, επιδρούν και μέσα στις γραμμές του κυβερνητικού στρατοπέδου και κυρίως αναπτύσσουν ένα δυσμενές κοινωνικό κλίμα για την κυβέρνηση. Για την αναχαίτισή του η κυβέρνηση Τσίπρα αναγκάζεται να επιστρατεύσει όπλα μετάθεσης του
επίκεντρου της πολιτικής ατζέντας και αντιπαράθεσης. Επανενεργοποιεί το “όπλο” των σκανδάλων του “παλιού συστήματος” ανεβάζοντας σε πρώτη δόση στην πολιτική σκηνή το σκάνδαλο Παπαντωνίου. Επαναφέρει το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης που το είχε ανοίξει και το 2016, όταν πάλι η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου της δημιουργούσε πιέσεις, και προσπαθεί να μεταθέσει την πολιτική συζήτηση σε άλλο πεδίο. Να εγκλωβίσει σ’ αυτό την αντιπολίτευση θέτοντας προτάσεις “ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα” και διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητάς του (προτάσεις για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, συνέχεια κυβερνήσεων κλπ.). Να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου από τα επίμαχα ζητήματα που μεγαλώνουν τη λαϊκή δυσφορία και να φτιασιδώσει την κυβερνητική πολιτική με δημοκρατικά ψευτομερεμέτια (“δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία”, “εξορθολογισμό των σχέσεων κράτους – εκκλησίας” (όχι χωρισμό κράτους εκκλησίας), “προστασία δημοσίων αγαθών” την ώρα που διευρύνει τις ιδιωτικοποιήσεις με νόμους κλπ.). Παράπλευρα ανοίγει με προεκλογική σκοπιμότητα και άλλα θέματα αντιδεξιάς “δημοκρατικής ευαισθησίας”, όπως ο φάκελος της Κύπρου.
Παράλληλα με αυτές τις προσπάθειες που κάνει για την αναστήλωση του φθαρμένου πολιτικού προφίλ της, η κυβέρνηση γνωρίζει πως η τύχη της σε καθοριστικό βαθμό θα ρυθμιστεί από το πώς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί και προσφέρει υπηρεσίες, θα διαμορφώσουν τη στάση τους απέναντί της. Πώς δηλαδή, θα σταθεί η ΕΕ απέναντι στα σενάρια του κρατικού Προϋπολογισμού της, πώς θα οδηγήσουν οι αμερικανοΝΑΤΟϊκοί τα πράγματα στις υποθέσεις της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών θεμάτων κλπ.
Ωστόσο, ο ελληνικός λαός εξακολουθεί να ζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων, τεράστιας ανεργίας και οικονομικής εξουθένωσης, που όχι μόνο δεν την άμβλυνε αλλά αντίθετα την ενέτεινε και τη συνεχίζει η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Βλέπει μπροστά τους μισθούς και τα μεροκάματα ισοπεδωμένους, τα φορολογικά χαράτσια να αβγαταίνουν, οι τιμές στο ρεύμα και στο πετρέλαιο να ανεβαίνουν, οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις να πληθαίνουν και να γίνονται πιο απειλητικές για τον πολύ κόσμο, καθώς μάλιστα προωθείται για μέχρι τέλους του χρόνου ένα πρόγραμμα μείωσης των “κόκκινων δανείων” κατά 15-20 δις !
Αυτή η πραγματικότητα ασκεί πιέσεις και έθεσε μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ζήτημα προκήρυξης απεργίας για το Νοέμβρη ενάντια στο νέο κρατικό Προϋπολογισμό και την πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση για τα εργασιακά ζητήματα. Ζήτημα που το προχώρημά της έχει προσκρούσει στις υπονομευτικές και διαλυτικές συνδικαλιστικές πολιτικές των βασικών συνδικαλιστικών παρατάξεων. Πέρασε πρώτα από τους σκοπέλους των ξεχωριστών απεργιών που είχαν αναγγείλει οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τις 8 Νοέμβρη και την 1η Νοέμβρη, ανεξάρτητα αν στο τέλος υποχρεώθηκαν σε μια “προσαρμογή” στην ημερομηνία απεργίας που αποφάσισαν η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ, μετατρέποντας σε γελοιογραφία τα αρχικά σκεπτικά τους για ξεχωριστές δήθεν “διακλαδικές» απεργίες.
Η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ αποφάσισαν 24ωρη απεργία για τις 14 Νοέμβρη. Και ενώ ήταν ανακοινωμένη αυτή η ημερομηνία αυτής της απεργίας για αρκετές μέρες, η ηγεσία της ΓΣΕΕ που κράτησε επίμονα, όλο τον Οκτώβρη, μια προκλητική αρνητική στάση απέναντι στο αίτημα κήρυξης πανεργατικής απεργίας πήρε απόφαση με ψήφους των παρατάξεων της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ για πανεργατική απεργία σε άλλη ημερομηνία, για τις 28 Νοέμβρη. Μια απόφαση που επέτεινε μέσα στους εργαζόμενους τη σύγχυση, καθώς αντί να δουν μια απόφαση που να προωθεί τον ευρύτατο δυνατό συντονισμό των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε κοινή ή κοινές ημερομηνίες, βλέπουν, τούτη τη στιγμή, δυο καλέσματα: το ένα να καλεί όλους τους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα και τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα στην Αθήνα σε απεργία 14 Νοέμβρη και το άλλο σε πανεργατική απεργία στον ιδιωτικό τομέα στις 28 Νοέμβρη.
Το γεγονός μάλιστα ότι αυτά διαμορφώθηκαν αντιπαραθετικά, μέσα από συνδικαλιστικούς ανταγωνισμούς και επιδιώξεις εξασθένησης της κίνησης για πανεργατικό απεργιακό αγώνα, προσθέτει δυσκολίες στην υπόθεση της συμμετοχής των εργαζομένων στον απεργιακό αγώνα.
Εκείνο που έχει σημασία τώρα είναι, ασκώντας ισχυρή κριτική στις συνδικαλιστικές δυνάμεις που ευθύνονται και έχουν δημιουργήσει αυτή την κατάσταση, να ακολουθηθεί μια πρακτική που θα κάνει δυνατό να διεξαχθούν απεργιακές κινητοποιήσεις όσο το δυνατόν πιο μαζικές, οι οποίες να επιδράσουν θετικά στους εργαζόμενους, στο ξεδίπλωμα και στην ανάπτυξη νέων μαζικών αγώνων.
Γιατί μόνο μέσα από αυτούς θα μπορέσει να μπει φρένο στην αντιλαϊκή πολιτική. Μέσα από αυτούς μπορούν να προωθηθούν τα οικονομικά αιτήματα της εργατικής τάξης και του λαού, αλλά και τα αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα που έχουν κρίσιμη σημασία για τις πολιτικές, οικονομικές και εθνικές εξελίξεις στη χώρα μας.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος