Όξυνση της ήδη επικίνδυνης κατάστασης η τουρκική εισβολή στο Αφρίν
Κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεωνΣυνεχίζεται η τουρκική χερσαία στρατιωτική επέμβαση «Κλάδος Ελαίας» στο Αφρίν της βόρειας Συρίας, με πολύ μεγαλύτερα προβλήματα και αντίσταση, διαψεύδοντας τις αρχικές δηλώσεις για μια εύκολη εκκαθαριστική επιχείρηση.
Εκπρόσωπος του τουρκικού στρατού παραδέχθηκε πως έφθασαν τουλάχιστον
στους 16 οι νεκροί στρατιώτες τους. Αλλά και στο εσωτερικό της Τουρκίας
διευρύνονται οι αντιδράσεις στην επέμβαση, παρά την ανοικτή τρομοκρατία
της κυβέρνησης Ερντογάν που θεωρεί προδότη όποιον αντιδρά, ενώ
ανακοινώθηκαν πάνω από 573 συλλήψεις με την κατηγορία της
«τρομοκρατίας».
Οι τουρκικές επιχειρήσεις προς το παρόν παρακολουθούνται στενά από ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσία, προκαλούν την ανοικτή «ανησυχία» σε Γερμανία και Γαλλία και έχουν επί του παρόντος την κάλυψη του ΝΑΤΟ, που θεωρεί την τουρκική επέμβαση «δικαιολογημένη». Αντίθετα, οι ΗΠΑ, που επιδιώκουν την προώθηση των γεωστρατηγικών συμφερόντων τους στην περιοχή, δεν κρύβουν την έντονη δυσαρέσκειά τους για τις αντιδράσεις ενός μάλλον «δύσκολου» συμμάχου και εταίρου, όπως καταγράφηκε και κατά την τελευταία τηλεφωνική επαφή Τραμπ και Ερντογάν. Οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθενται, στο παρόν στάδιο, να απομακρύνουν τα στρατεύματά τους από την περιοχή και δη από την κουρδική περιοχή Μάνμπιτζ, ώστε να δώσουν χώρο για δράση πέρα από το Αφρίν στον τουρκικό στρατό και τους χιλιάδες μισθοφόρους του λεγόμενου «Ελεύθερου Συριακού Στρατού». Γι' αυτό και δεν έπιασαν τόπο οι πιέσεις της Ουάσιγκτον στην Άγκυρα για «αυτοσυγκράτηση», αλλά έριξαν νέο «λάδι στη φωτιά» στη μεταξύ τους αντιπαράθεση, καθώς ο Ερντογάν απείλησε να διευρύνει την επέμβαση και σε άλλες πόλεις της βόρειας Συρίας, καθ' όλο το μήκος των συνόρων της με την Τουρκία και μέχρι το Ιράκ προς ανατολάς. Θεωρώντας ότι «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», προσπάθησε να δείξει ότι το Αφρίν είναι η αρχή μίας νέας επιθετικής πολιτικής της Άγκυρας στην περιοχή, που τροφοδοτείται από το Κουρδικό ζήτημα. Ζήτημα που όσο δεν λύνεται, τόσο περιπλέκεται, απασχολώντας βεβαίως όχι μόνο την Τουρκία, αλλά και άλλες χώρες της περιοχής που έχουν κουρδικό πληθυσμό, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Υπ' αυτή την έννοια εξηγείται και η «κάλυψη» που παρέχει, αυτήν τουλάχιστον την περίοδο, στην Άγκυρα δια της σιωπής η πιο ισχυρή περιφερειακή δύναμη της ευρύτερης περιοχής, το Ιράν.
Το ίδιο διάστημα, η τουρκική επέμβαση στη βόρεια Συρία καλύπτεται και από τη στάση της Ρωσίας, που είναι από τους πιο βασικούς συμμάχους της Τουρκίας και η οποία προσπαθεί επίσης να εξασφαλίσει τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα με κάθε τρόπο. Με φόντο την αναβαθμισμένη παρουσία τους στην περιοχή, οι Ρώσοι, έχοντας παίξει καθοριστικό ρόλο στην ήττα του ISIS, συνεχίζουν τις προσπάθειες να προωθήσουν και να εδραιώσουν τη γεωπολιτική τους επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. Οι ενδοσυριακές διαβουλεύσεις στο Σότσι δεν είχαν θεαματικά αποτελέσματα, κυρίως γιατί σε αυτές δεν συμμετείχαν ούτε οι Κούρδοι της Συρίας ούτε η λεγόμενη «Ύπατη Διαπραγματευτική Αντιπροσωπεία» της συριακής αντιπολίτευσης, που στηρίζεται από τις ΗΠΑ και τη Σ. Αραβία, και είναι από τους βασικούς «παίχτες» στις ειρηνευτικές διαβουλεύσεις του ΟΗΕ στη Γενεύη. Παρ' όλα αυτά, οι περίπου 1.600 Σύροι σύνεδροι στο Σότσι απαίτησαν «σεβασμό της συριακής εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας», ζήτησαν «πολιτική λύση που θα τερματίσει τον πόλεμο» και συγκρότησαν μία 150μελή επιτροπή που θα μελετήσει το σημερινό συριακό Σύνταγμα για να προτείνει πιθανές «συνταγματικές μεταρρυθμίσεις». Είναι, εντούτοις, προφανές ότι τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως και οι αντίστοιχες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, το μόνο που επιδιώκουν είναι να βάλουν σε πολιτικές «ράγες» τη σύγκρουση, χωρίς να την επιλύουν.
Για τους δικούς τους λόγους, και όχι βεβαίως για τα απίστευτα δεινά του συριακού λαού, αντιδρούν έντονα και άλλοι σύμμαχοι της Τουρκίας, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, έχει απαιτήσει «συζήτηση» σε ΝΑΤΟ και ΕΕ για την τουρκική χερσαία εισβολή στη Βόρεια Συρία. Μάλιστα, ο Γκάμπριελ, απευθυνόμενος στην Τουρκία, την κάλεσε «να μη ριψοκινδυνεύσει την πραγματική ευκαιρία» που τάχα δίνεται με τις πρόσφατες ενδοσυριακές διαβουλεύσεις σε Βιέννη και Σότσι. Ανακοίνωσε δε παράλληλα την αναστολή, αφενός της αναβάθμισης των γερμανικών τανκς «Λέοπαρντ», αφετέρου της πώλησης περαιτέρω γερμανικού στρατιωτικού υλικού.
Πιο σκληρή γλώσσα απέναντι στην Άγκυρα χρησιμοποίησε, ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Χαρακτήρισε «εισβολή» την τουρκική επέμβαση και απαίτησε από την Άγκυρα «να συντονίσει» τις στρατιωτικές επιχειρήσεις «με τους συμμάχους της»... «γιατί η στρατιωτική επέμβαση στο Αφρίν αλλάζει τη φύση αυτής της τουρκικής εισβολής». Και συνέχισε, τονίζοντας: «Αν αποδειχθεί ότι αυτή η επιχείρηση παίρνει άλλη τροπή από την καταπολέμηση μίας εν δυνάμει τρομοκρατικής απειλής στα τουρκικά σύνορα και γίνει επιχείρηση εισβολής, τότε καθίσταται πραγματικό πρόβλημα για μας». Θυμίζουμε ότι η Γαλλία, που ωςαποικιακή και ιμπεριαλιστική χώρα, έχει ιστορικές σχέσεις με τον Λίβανο και την Συρία, έπαιξε από την αρχή πρωταγωνιστικό ρόλο στην επέμβαση, ρόλο που θέλει να κατοχυρώσει.
Αίσθηση επίσης προκάλεσε δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ» με επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον Τούρκο Πρόεδρο, όπου ευλογεί την επέμβαση στη βόρεια Συρία. «Η αποφασιστική στάση του Προέδρου Ερντογάν, που απαγορεύει αυστηρά το συσχετισμό μίας θρησκείας με την τρομοκρατία, αντικατοπτρίζεται στην παγκόσμια κοινή γνώμη (...) Προσευχόμαστε ότι εσείς και οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις θα καταφέρουν επιτυχία και η "Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας" θα φέρει ειρήνη στην περιοχή όπως το όνομά της υπόσχεται», αναφέρει το απόσπασμα.
Η τουρκική επιχείρηση, που συνιστά μία νέα φάση επικίνδυνης κλιμάκωσης στον πόλεμο της Συρίας και εξελίσσεται δίπλα από την τουρκική μεθόριο, αντανακλά την όξυνση των αντιπαραθέσεων και σχεδίων για ανακατανομή σφαιρών επιρροής. Δεν είναι τυχαίο πως η σύγκρουση δεν περιορίζεται ανάμεσα στους Κούρδους μαχητές, τον τουρκικό στρατό και τους Σύρους μισθοφόρους. Παίρνει ταυτόχρονα και το χαρακτήρα αύξησης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ, που συνεργάζονται με τους Κούρδους μαχητές τα τελευταία χρόνια σε επιχειρήσεις κατά των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» και την Τουρκία, που βλέπει αυτή την υποστήριξη ως σημαντικό κίνδυνο για την «εθνική της ασφάλεια», επειδή ανησυχεί για τη μεσοπρόθεσμη δημιουργία κουρδικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πιθανές αλλαγές και στα δικά της σύνορα. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα διαδραματίζονται στην ευρύτερη περιοχή στο Παλαιστινιακό, μετά την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, τη σύγκρουση των περισσότερων μοναρχιών του Περσικού με το Κατάρ, τον καταστροφικό πόλεμο στην Υεμένη, αποδεικνύουν τα σχέδια για ξαναμοίρασμα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής μεταξύ ανταγωνιστικών, μεγάλων και μικρότερων, δυνάμεων.
Την αποφασιστικότητα με την οποία η Τουρκία επιδιώκει αναβάθμιση του ρόλου της στη Μέση Ανατολή επιβεβαιώνουν οι δηλώσεις του πρέσβη της χώρας στο Κατάρ, Φικρέτ Ουζέλ, που είπε ότι το επόμενο διάστημα η χώρα του θα αναπτύξει εναέριες και ναυτικές δυνάμεις στη στρατιωτική βάση που διατηρεί στο Κατάρ. Ο Ουζέλ είπε ότι Άγκυρα και Ντόχα θα καθορίσουν «το χρονοδιάγραμμα της κατασκευής των απαραίτητων υποδομών και το πότε ακριβώς θα αναπτυχθούν αυτές οι δυνάμεις». Τα παραπάνω ειπώθηκαν σε συνέντευξη Τύπου του Τούρκου πρέσβη, με θέμα τη συνεχιζόμενη επέμβαση της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, την οποία η Άγκυρα αξιοποιεί για να στείλει μηνύματα προς εχθρούς και φίλους. Η ίδια η λειτουργία της τουρκικής βάσης στο Κατάρ, και πολύ περισσότερο η επέκταση και αναβάθμισή της, αποτελούν σημαντικό πλεονέκτημα για την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων, σε μία περίοδο μάλιστα που πολλές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιδιώκουν να διεισδύσουν στην περιοχή, όπου συντελούνται ανακατατάξεις.
Οι τουρκικές επιχειρήσεις προς το παρόν παρακολουθούνται στενά από ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσία, προκαλούν την ανοικτή «ανησυχία» σε Γερμανία και Γαλλία και έχουν επί του παρόντος την κάλυψη του ΝΑΤΟ, που θεωρεί την τουρκική επέμβαση «δικαιολογημένη». Αντίθετα, οι ΗΠΑ, που επιδιώκουν την προώθηση των γεωστρατηγικών συμφερόντων τους στην περιοχή, δεν κρύβουν την έντονη δυσαρέσκειά τους για τις αντιδράσεις ενός μάλλον «δύσκολου» συμμάχου και εταίρου, όπως καταγράφηκε και κατά την τελευταία τηλεφωνική επαφή Τραμπ και Ερντογάν. Οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθενται, στο παρόν στάδιο, να απομακρύνουν τα στρατεύματά τους από την περιοχή και δη από την κουρδική περιοχή Μάνμπιτζ, ώστε να δώσουν χώρο για δράση πέρα από το Αφρίν στον τουρκικό στρατό και τους χιλιάδες μισθοφόρους του λεγόμενου «Ελεύθερου Συριακού Στρατού». Γι' αυτό και δεν έπιασαν τόπο οι πιέσεις της Ουάσιγκτον στην Άγκυρα για «αυτοσυγκράτηση», αλλά έριξαν νέο «λάδι στη φωτιά» στη μεταξύ τους αντιπαράθεση, καθώς ο Ερντογάν απείλησε να διευρύνει την επέμβαση και σε άλλες πόλεις της βόρειας Συρίας, καθ' όλο το μήκος των συνόρων της με την Τουρκία και μέχρι το Ιράκ προς ανατολάς. Θεωρώντας ότι «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», προσπάθησε να δείξει ότι το Αφρίν είναι η αρχή μίας νέας επιθετικής πολιτικής της Άγκυρας στην περιοχή, που τροφοδοτείται από το Κουρδικό ζήτημα. Ζήτημα που όσο δεν λύνεται, τόσο περιπλέκεται, απασχολώντας βεβαίως όχι μόνο την Τουρκία, αλλά και άλλες χώρες της περιοχής που έχουν κουρδικό πληθυσμό, όπως το Ιράκ και το Ιράν. Υπ' αυτή την έννοια εξηγείται και η «κάλυψη» που παρέχει, αυτήν τουλάχιστον την περίοδο, στην Άγκυρα δια της σιωπής η πιο ισχυρή περιφερειακή δύναμη της ευρύτερης περιοχής, το Ιράν.
Το ίδιο διάστημα, η τουρκική επέμβαση στη βόρεια Συρία καλύπτεται και από τη στάση της Ρωσίας, που είναι από τους πιο βασικούς συμμάχους της Τουρκίας και η οποία προσπαθεί επίσης να εξασφαλίσει τα δικά της γεωπολιτικά συμφέροντα με κάθε τρόπο. Με φόντο την αναβαθμισμένη παρουσία τους στην περιοχή, οι Ρώσοι, έχοντας παίξει καθοριστικό ρόλο στην ήττα του ISIS, συνεχίζουν τις προσπάθειες να προωθήσουν και να εδραιώσουν τη γεωπολιτική τους επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. Οι ενδοσυριακές διαβουλεύσεις στο Σότσι δεν είχαν θεαματικά αποτελέσματα, κυρίως γιατί σε αυτές δεν συμμετείχαν ούτε οι Κούρδοι της Συρίας ούτε η λεγόμενη «Ύπατη Διαπραγματευτική Αντιπροσωπεία» της συριακής αντιπολίτευσης, που στηρίζεται από τις ΗΠΑ και τη Σ. Αραβία, και είναι από τους βασικούς «παίχτες» στις ειρηνευτικές διαβουλεύσεις του ΟΗΕ στη Γενεύη. Παρ' όλα αυτά, οι περίπου 1.600 Σύροι σύνεδροι στο Σότσι απαίτησαν «σεβασμό της συριακής εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας», ζήτησαν «πολιτική λύση που θα τερματίσει τον πόλεμο» και συγκρότησαν μία 150μελή επιτροπή που θα μελετήσει το σημερινό συριακό Σύνταγμα για να προτείνει πιθανές «συνταγματικές μεταρρυθμίσεις». Είναι, εντούτοις, προφανές ότι τέτοιες πρωτοβουλίες, όπως και οι αντίστοιχες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, το μόνο που επιδιώκουν είναι να βάλουν σε πολιτικές «ράγες» τη σύγκρουση, χωρίς να την επιλύουν.
Για τους δικούς τους λόγους, και όχι βεβαίως για τα απίστευτα δεινά του συριακού λαού, αντιδρούν έντονα και άλλοι σύμμαχοι της Τουρκίας, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, έχει απαιτήσει «συζήτηση» σε ΝΑΤΟ και ΕΕ για την τουρκική χερσαία εισβολή στη Βόρεια Συρία. Μάλιστα, ο Γκάμπριελ, απευθυνόμενος στην Τουρκία, την κάλεσε «να μη ριψοκινδυνεύσει την πραγματική ευκαιρία» που τάχα δίνεται με τις πρόσφατες ενδοσυριακές διαβουλεύσεις σε Βιέννη και Σότσι. Ανακοίνωσε δε παράλληλα την αναστολή, αφενός της αναβάθμισης των γερμανικών τανκς «Λέοπαρντ», αφετέρου της πώλησης περαιτέρω γερμανικού στρατιωτικού υλικού.
Πιο σκληρή γλώσσα απέναντι στην Άγκυρα χρησιμοποίησε, ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Χαρακτήρισε «εισβολή» την τουρκική επέμβαση και απαίτησε από την Άγκυρα «να συντονίσει» τις στρατιωτικές επιχειρήσεις «με τους συμμάχους της»... «γιατί η στρατιωτική επέμβαση στο Αφρίν αλλάζει τη φύση αυτής της τουρκικής εισβολής». Και συνέχισε, τονίζοντας: «Αν αποδειχθεί ότι αυτή η επιχείρηση παίρνει άλλη τροπή από την καταπολέμηση μίας εν δυνάμει τρομοκρατικής απειλής στα τουρκικά σύνορα και γίνει επιχείρηση εισβολής, τότε καθίσταται πραγματικό πρόβλημα για μας». Θυμίζουμε ότι η Γαλλία, που ωςαποικιακή και ιμπεριαλιστική χώρα, έχει ιστορικές σχέσεις με τον Λίβανο και την Συρία, έπαιξε από την αρχή πρωταγωνιστικό ρόλο στην επέμβαση, ρόλο που θέλει να κατοχυρώσει.
Αίσθηση επίσης προκάλεσε δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ» με επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον Τούρκο Πρόεδρο, όπου ευλογεί την επέμβαση στη βόρεια Συρία. «Η αποφασιστική στάση του Προέδρου Ερντογάν, που απαγορεύει αυστηρά το συσχετισμό μίας θρησκείας με την τρομοκρατία, αντικατοπτρίζεται στην παγκόσμια κοινή γνώμη (...) Προσευχόμαστε ότι εσείς και οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις θα καταφέρουν επιτυχία και η "Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας" θα φέρει ειρήνη στην περιοχή όπως το όνομά της υπόσχεται», αναφέρει το απόσπασμα.
Η τουρκική επιχείρηση, που συνιστά μία νέα φάση επικίνδυνης κλιμάκωσης στον πόλεμο της Συρίας και εξελίσσεται δίπλα από την τουρκική μεθόριο, αντανακλά την όξυνση των αντιπαραθέσεων και σχεδίων για ανακατανομή σφαιρών επιρροής. Δεν είναι τυχαίο πως η σύγκρουση δεν περιορίζεται ανάμεσα στους Κούρδους μαχητές, τον τουρκικό στρατό και τους Σύρους μισθοφόρους. Παίρνει ταυτόχρονα και το χαρακτήρα αύξησης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ, που συνεργάζονται με τους Κούρδους μαχητές τα τελευταία χρόνια σε επιχειρήσεις κατά των τζιχαντιστών του «Ισλαμικού Κράτους» και την Τουρκία, που βλέπει αυτή την υποστήριξη ως σημαντικό κίνδυνο για την «εθνική της ασφάλεια», επειδή ανησυχεί για τη μεσοπρόθεσμη δημιουργία κουρδικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πιθανές αλλαγές και στα δικά της σύνορα. Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα διαδραματίζονται στην ευρύτερη περιοχή στο Παλαιστινιακό, μετά την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, τη σύγκρουση των περισσότερων μοναρχιών του Περσικού με το Κατάρ, τον καταστροφικό πόλεμο στην Υεμένη, αποδεικνύουν τα σχέδια για ξαναμοίρασμα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής μεταξύ ανταγωνιστικών, μεγάλων και μικρότερων, δυνάμεων.
Την αποφασιστικότητα με την οποία η Τουρκία επιδιώκει αναβάθμιση του ρόλου της στη Μέση Ανατολή επιβεβαιώνουν οι δηλώσεις του πρέσβη της χώρας στο Κατάρ, Φικρέτ Ουζέλ, που είπε ότι το επόμενο διάστημα η χώρα του θα αναπτύξει εναέριες και ναυτικές δυνάμεις στη στρατιωτική βάση που διατηρεί στο Κατάρ. Ο Ουζέλ είπε ότι Άγκυρα και Ντόχα θα καθορίσουν «το χρονοδιάγραμμα της κατασκευής των απαραίτητων υποδομών και το πότε ακριβώς θα αναπτυχθούν αυτές οι δυνάμεις». Τα παραπάνω ειπώθηκαν σε συνέντευξη Τύπου του Τούρκου πρέσβη, με θέμα τη συνεχιζόμενη επέμβαση της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, την οποία η Άγκυρα αξιοποιεί για να στείλει μηνύματα προς εχθρούς και φίλους. Η ίδια η λειτουργία της τουρκικής βάσης στο Κατάρ, και πολύ περισσότερο η επέκταση και αναβάθμισή της, αποτελούν σημαντικό πλεονέκτημα για την υπεράσπιση των τουρκικών συμφερόντων, σε μία περίοδο μάλιστα που πολλές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιδιώκουν να διεισδύσουν στην περιοχή, όπου συντελούνται ανακατατάξεις.