Για τις δυνατότητες ενός παλλαϊκού μετώπου αγώνα ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα και τις πολιτικές που τον υπονομεύουν
Με το ξεκίνημα της φετινής χρονιάς ήλθε στο προσκήνιο ένα κύμα κοινωνικής αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική, που οι τελευταίες του εκφράσεις ήταν τα μαζικά απεργιακά συλλαλητήρια στις 28 Φεβρουαρίου και στις 8 Μάρτη.
Από τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου οι φοιτητές, έχοντας στο πλάι τους και τους εργαζόμενους στην εκπαίδευση, άρχισαν ένα κύκλο κινητοποιήσεων ενάντια στο προωθούμενο από την κυβέρνηση νομοσχέδιο για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστήμιων. Καταλήψεις σε πολλές Ανώτατες Σχολές αλλά και σε μια σειρά σχολεία, μαζικές συνελεύσεις φοιτητικών συλλόγων, φοιτητικά και εκπαιδευτικά συλλαλητήρια που γίνονται, με διευρυνόμενη μαζικότητα κάθε εβδομάδα, επί δύο μήνες, έδειξαν την πλατιά και ισχυρή αντίθεση της νεολαίας και του εκπαιδευτικού κόσμου στο νέο αντιδραστικό μέτρο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που προκάλεσε μια αναζωογόνηση του φοιτητικού κινήματος.
Από τα μέσα Ιανουαρίου το δρόμο της κινητοποίησης ενάντια στην αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ πήρε και η αγροτιά. Μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα ευρωπαϊκού αγροτικού ξεσηκωμού οι αγρότες βγήκαν πιο μαζικά και έντονα, σε σχέση με τις τελευταίες χρονιές, σε αγώνα που κράτησε σχεδόν 5 εβδομάδες. Οργάνωσαν μπλόκα με τα τρακτέρ τους σε οδικές αρτηρίες της χώρας και συγκεντρώσεις σε επαρχιακές πόλεις, ενώ στις 20 Φεβρουαρίου κατέβηκαν στην Αθήνα, σε συλλαλητήριο στο Σύνταγμα.
Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, ο κοινωνικός αναβρασμός από τη μάστιγα της ακρίβειας, από την καθήλωση των μισθών και των συντάξεων, από τις τραγικές συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων που αποτυπώνονται και στη διάλυση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η δημόσια υγεία, και που απότοκο της είναι και το σιδηροδρομικό έγκλημα στα Τέμπη, δυνάμωσε τις εργατικές και λαϊκές πιέσεις για αντικυβερνητική κινητοποίηση, οι οποίες έγινε φανερό ποια έκταση έχουν στις 28 Φεβρουαρίου. Τη μέρα όπου συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το έγκλημα των Τεμπών, πλήθος εργαζόμενων και νεολαίας συνενώθηκαν στους δρόμους για να διεκδικήσουν αυξήσεις στους μισθούς και για να καταγγείλουν την κυβερνητική πολιτική της φτώχειας, των ιδιωτικοποιήσεων και της προκλητικής προσπάθειας συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών για τα Τέμπη.
Έτσι, μόλις 6 μήνες, μετά το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 2023 και τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης που επακολούθησαν, διαψεύδοντας όλους εκείνους που βιαστικά «μετέφρασαν» το αποτέλεσμα των εκλογών ως έκφραση ανοχής, προσαρμογής ή και συναίνεσης των λαϊκών μαζών στην κυβερνητική πολιτική, η κοινωνική πραγματικότητα ήλθε να δείξει ότι το υπόγειο ρεύμα αντίθεσης στην αντιλαϊκή πολιτική όχι μόνο υπάρχει και δυναμώνει αλλά και ότι μπορεί να μετασχηματισθεί σε κοινωνική αντίσταση.
Αυτή δεν πέρασε διόλου απαρατήρητη από τα φιλοκυβερνητικά επιτελεία. Ίσα -ίσα ανησύχησαν και κονδυλοφόροι τους την χαρακτήρισαν ως «την άλλη αντιπολίτευση» που «μπορεί να μη μετριέται στις δημοσκοπήσεις, να μην εμφανίζει διαχειριστικές ή άλλες φιλοδοξίες…αλλά λειτουργεί ως υφέρπουσα εστία αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής». Για να επισημάνουν πως είναι «ιδιότυπη η αναμέτρηση» της κυβέρνησης με την «άλλη αντιπολίτευση» και μπορεί να κρύβει και «ένα κακό (για την κυβέρνηση) σενάριο ακόμα και αν δεν έχουμε πλήρη συναίσθηση της επικινδυνότητάς του».
Η «άλλη αντιπολίτευση», που γίνεται λόγος εδώ, δεν είναι παρά η αντιπολίτευση των μαζικών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Αν «δεν λήξει», όπως γράφουν οι φιλοκυβερνητικές πέννες, θα είναι απειλή και κρούουν τον κώδωνα της «επικινδυνότητάς» της που πρέπει να «συναισθανθεί» η κυβέρνηση.
Η αντιπολίτευση των αντικυβερνητικών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων και όχι η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση είναι αυτή που συγκρούεται με την κυβερνητική πολιτική, που την πιέζει και μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αναχαίτιση της αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτήν την πίεση την ένοιωσε η κυβέρνηση και από κινητοποιήσεις των φοιτητών, των αγροτών και για τα Τέμπη, όπως φάνηκε και από τους χειρισμούς που έκανε για να τις αντιμετωπίσει (μετάθεση του χρόνου ψήφισης του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αποδοχή καθόδου τρακτέρ των αγροτών μπροστά στη Βουλή, ψίχουλα για τα αιτήματα των αγροτών). Χειρισμούς που απέβλεπαν στην εκτόνωσή τους και στην αποδυνάμωσή τους και πάτησαν πάνω στη βοήθεια που της δίνουν τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης.
Η αστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, που ψηφίζει την πλειονότητα των αντιλαϊκών μέτρων της κυβέρνησης, μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους ψελλίζει κάποια «φιλικά» λόγια για τις λαϊκές κινητοποιήσεις, ενώ τις υποσκάπτει και τις φρενάρει στο μαζικό κίνημα, ενεργώντας ως στήριγμα της αντιλαϊκής πολιτικής που διευκολύνει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να την επιβάλει. Η συμμετοχή και τα λόγια του ΚΚΕ για τις κινητοποιήσεις κινούνται μέσα στα συγκρατημένα -και ανεκτά από την κυβέρνηση- όρια που χαράσσει η προτεραιότητά του στον ευρωεκλογικό αγώνα.
Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το αν υπάρχει λαϊκή αντίθεση στην πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ αλλά το πώς και με ποια μορφή μπορεί να γίνει ενεργητική εξωκοινοβουλευτική λαϊκή κινητοποίηση. Το ποιοι παράγοντες δεν την αφήνουν να εκδηλωθεί σε όλα τα επίπεδα και -όταν εκδηλώνεται- πώς εμποδίζεται από αυτούς να αποκτήσει τη μαζικότητα, τις διαστάσεις που θα έκαναν αποτελεσματικό τον αγώνα κατά της αντιλαϊκής πολιτικής.
Αυτοί οι αρνητικοί παράγοντες λειτούργησαν και στις κινητοποιήσεις του τελευταίου διμήνου και σφράγισαν και την κατάληξή τους. Έτσι, ενώ με το ξέσπασμα των κινητοποιήσεων των φοιτητών και των αγροτών το ίδιο χρονικό διάστημα ξεδιπλώθηκαν δύο κοινωνικά μέτωπα κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη καμία, ουσιαστικά, προσπάθεια δεν καταβλήθηκε από τις δυνάμεις που έχουν επιρροή στο αγροτικό και φοιτητικό κίνημα, στη διάρκεια των δύο μηνών, να οργανωθεί ένα συντονισμός των δύο μετώπων πάλης, με συγχρονισμό και συνδυασμό των κινητοποιήσεών τους, έτσι ώστε να μεγιστοποιηθεί η μαζική αντίδραση και πίεση προς την κυβέρνηση από την σύμπηξη ενός ευρύτερου μετώπου αντικυβερνητικής πάλης. Ακόμα χειρότερα, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε μακριά από αυτόν τον αγώνα καθώς η ηγεσία της ΓΣΕΕ, με μια επονείδιστη απόφαση για κήρυξη πανεργατικής απεργίας στις 17 Απρίλη, ευθέως δυναμίτισε τη δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα παλλαϊκό μέτωπο πάλης εργαζομένων-αγροτών-φοιτητών ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, όπου εργατοϋπαλληλικές κινητοποιήσεις θα συντονίζονταν με τις αγροτικές και φοιτητικές. Αλλά και η μια απεργιακή κινητοποίηση, που έγινε από την ΑΔΕΔΥ και μια σειρά Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες της επιρροής του ΠΑΜΕ, κηρύχθηκε με καθυστέρηση για τα τέλη στις 28 Φεβρουαρίου, όταν πλέον είχαν κλείσει τις κινητοποιήσεις τους οι αγρότες. Ακόμα και αυτό το συλλαλητήριο των αγροτών στην Αθηνά, στο Σύνταγμα, στις 20 Φεβρουαρίου, που ηχηρά η ηγεσία του ΚΚΕ το εμφάνισε σαν μια «μεγάλη μαζική» κοινή κινητοποίηση, όπου εργαζόμενοι και φοιτητές θα διαδήλωναν δίπλα στους αγρότες, αποδείχτηκε πως ήταν πολύ μακριά από το να είναι ένα τέτοιο γεγονός, καθώς η παρουσία συνδικάτων και φοιτητικών συλλόγων σε αυτό το συλλαλητήριο ήταν πολύ ασθενική. Με αυτές τις πρακτικές, η δυνατότητα που υπήρξε για να διαμορφωθεί ένα παλλαϊκό μέτωπο κινητοποιήσεων υπονομεύθηκε από τις δυνάμεις που κυριαρχούν στο εργατικό, αγροτικό και φοιτητικό κίνημα.
Αλλά και σε κάθε ένα από αυτά τα μέτωπα οι ίδιες δυνάμεις έσπρωχναν τα πράγματα σε τροχιά που είτε εμπόδιζε να γίνει αγώνας, ή δυσκόλευε να αναπτυχθεί μαζικότερος κοινός αγώνας, είτε προσανατόλιζε σε μια υποχώρηση του αγώνα και σε συμβιβασμό με την κυβέρνηση: Στο εργατικό κίνημα η κήρυξη έστω και μιας απεργίας μετατέθηκε σε βάθος χρόνου (μετά από ένα δίμηνο η μία απεργία και μετά από ένα σχεδόν τετράμηνο η άλλη), σύμφωνα με πολιτικές που δεν βλέπουν την ανάγκη άμεσης διεκδίκησης των εργατικών αιτημάτων και δεν ήθελαν συμπαράταξη και συγχρονισμό με τον αγροτικό και φοιτητικό αγώνα, γεγονός που θα ωφελούσε και την αποτελεσματικότητα του εργατικού αγώνα. Στο αγροτικό κίνημα έγινε ανακοπή των κινητοποιήσεων, παρά το ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα βασικά αγροτικά αιτήματα. Οι δυνάμεις που έλεγχαν τα μπλόκα «έκαψαν» τον αγώνα που έδωσε η αγροτιά για 30 ημέρες, δίνοντας σήμα οπισθοχώρησης, το οποίο το ΚΚΕ προσπάθησε να κρύψει κάτω από κούφιες κραυγές ότι «οι αγρότες γυρνούν πίσω με ψηλά το κεφάλι». Στο φοιτητικό κίνημα η διχαστική πολιτική των φοιτητικών παρατάξεων του ΚΚΕ (ΜΑΣ) και ορισμένων εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων (ΕΑΑΚ) γύρω από την ψήφιση ξεχωριστών πακέτων θέσεων («πλαισίων») αλλά ακόμη και τη δημιουργία από αυτές τις παρατάξεις ξεχωριστών «συντονιστικών κέντρων» σε σχολές που ήταν υπό κατάληψη επενέργησε σαν βαρίδι στη στοίχιση των φοιτητών σε μια ενωτική πάλη για την απόκρουση του κυβερνητικού νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και μόνο η μεγάλη κρισιμότητα αυτού του αγώνα υποχρέωσε κάποια στιγμή στην άμβλυνση της αντιπαράθεσης που δυσκόλευε τη λήψη πλειοψηφούσας απόφασης αγώνα, χωρίς, βέβαια, αυτή να σταματήσει να παίρνει διάφορες μορφές ηγεμονικής επιβολής στις διαδηλώσεις και μέσα στις συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων.
Οι κινητοποιήσεις του τελευταίου διμήνου πιστοποιούν για μια ακόμα φόρα πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να μπολιασθεί το εργατικό, αγροτικό και νεολαιίστικο κίνημα με μια πραγματική αριστερή πολιτική που να μπορέσει να το τροφοδοτήσει με ένα σωστό ταξικό προσανατολισμό, με αγωνιστικό πνεύμα, με μια γραμμή στο μαζικό κίνημα που θα επιτυγχάνει την ενωτική, μαζική συσπείρωση των εργαζομένων, της φτωχομεσαίας αγροτιάς και της νεολαίας σε ένα ενιαίο μέτωπο αγώνα που θα μπορεί να τελεσφορήσει στην πάλη του για την απόκρουση και την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr