Τα συνδικάτα μπροστά στα μεγάλα εμπόδια που ορθώνει ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη
Ο αντεργατικός Νόμος Χατζηδάκη 4808/2021, που ψηφίστηκε τον περασμένο Ιούνιο, φέρνει τεράστιες ανατροπές στη συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων, καθώς πολλές αντιδραστικές διατάξεις του εφαρμόστηκαν ήδη από τη στιγμή της ψήφισής του (π.χ. άμεση υπήρξε η εφαρμογή των διατάξεων για τις απεργίες και την «προστασία της εργασίας»), ενώ άλλες θα εφαρμοστούν από την αρχή του επόμενου έτους. Την ίδια στιγμή, τα Διοικητικά Συμβούλια των συνδικαλιστικών οργανώσεων έρχονται αντιμέτωπα με μία νέα κατάσταση, και πρέπει να συζητήσουν και να δουν πώς θα κινηθούν πρακτικά μπροστά σε αυτήν.
Ποια είναι τα κύρια ζητήματα που οφείλουν άμεσα να συζητήσουν και να καθορίσουν την στάση τους;
Πρώτο,
απο 01/01/2022 τίθεται σε εφαρμογή το Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών
Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.). Από εδώ και στο εξής, τα Σωματεία
και οι Σύλλογοι, για να μπορέσουν να λειτουργήσουν και να αποκτήσουν
νομική προσωπικότητα πρέπει να καταθέσουν μία σειρά έγγραφα και να
δηλώσουν αναλυτικά στοιχεία της οργάνωσής τους (έδρα οργάνωσης και
νόμιμοι εκπρόσωποι, στοιχεία καταστατικού, σύνθεση οργάνων διοίκησης,
αριθμός ψηφισάντων, σειρά εκλογής εκλεγμένων μελών, οικονομική
κατάσταση, δικαστικές αποφάσεις κ.ά.) στο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Η
μη εγγραφή στο ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε. καθώς και η παράλειψη κατάθεσης ή
επικαιροποίησης των στοιχείων τους θα οδηγήσουν τις συνδικαλιστικές
οργανώσεις σε αναστολή του δικαιώματος της συλλογικής διαπραγμάτευσης
και της υπογραφής Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, καθώς και του
δικαιώματος κήρυξης απεργίας.
Είναι προφανές ότι μία τέτοια εξέλιξη θα δώσει στο Υπουργείο, και κατ’ επέκταση στην κυβέρνηση, τον άμεσο έλεγχο στα εσωτερικά των σωματείων, καθώς θα έχει όλα όσα στοιχεία χρειάζεται για να αστυνομεύει τις κινήσεις των εργαζομένων. Θα έχει πρόσβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του κάθε σωματείου, θα μπορεί να φακελώνει, να εποπτεύει, να παρεμποδίζει εξ ονόματος του εργοδότη. Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική δράση, μια υπόθεση καθαρά των εργαζομένων, θα υπόκειται στον άμεσο έλεγχο του κράτους!
Δεύτερο, μαζί με τον νέο Νόμο έρχεται και η επιβολή των ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, κάτι εντελώς νέο, που δεν προβλέπεται από κανένα καταστατικό συνδικαλιστικού οργάνου. Έτσι, οι δια ζώσης γενικές συνελεύσεις, η πιο ζωντανή και σημαντική διαδικασία ζύμωσης των εργαζομένων επιχειρείται να υπονομευθούν, καθώς στον νόμο αναφέρεται πλέον ως υποχρέωση της κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης η παροχή δυνατότητας για ηλεκτρονική ψηφοφορία και εξ αποστάσεως παρακολούθηση της γενικής συνέλευσης. Μια δυνατότητα που απαιτεί κατάλληλες τεχνολογικές υποδομές από τα σωματεία, ενώ ενέχει τον κίνδυνο οι εν λόγω διαδικασίες να είναι άμεσα διαβλητές και υποκείμενες σε νοθεία. Σε περίπτωση που δεν συμμορφωθούν τα σωματεία, οι αποφάσεις του σώματος (πχ. για κήρυξη απεργίας) δεν θα θεωρούνται έγκυρες.
Σημαντικό είναι πως εφαρμογή αυτής της διάταξης απαιτεί την τροποποίηση των καταστατικών σωματείων και συλλόγων όλης της χώρας (!), πράγμα που μπορεί να συμβεί μόνο έπειτα από Καταστατικές Γενικές Συνελεύσεις, δηλαδή συνελεύσεις με πολύ αυξημένη απαρτία, ώστε να εγκριθεί μεταβολή ή προσθήκη άρθρου στο Καταστατικό. Στην πράξη, η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης προϋποθέτει μια χρονοβόρα διαδικασία, που μπορεί να απενεργοποιήσει τη λειτουργία των σωματείων για πολύ καιρό, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν αυτή την αυξημένη απαρτία. Και χωρίς την προσθήκη άρθρου που να ρυθμίζει την εξ αποστάσεως συμμετοχή και ψηφοφορία, δεν θα μπορούν οι εργαζόμενοι να πάρουν αποφάσεις σε Γενικές Συνελεύσεις για άλλα τρέχοντα ζητήματα! Έτσι, αυτή τη στιγμή τα ΔΣ των συνδικαλιστικών οργανώσεων βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα αν θα συγκαλέσουν ή όχι καταστατικές συνελεύσεις, να επιτύχουν αυξημένη απαρτία και να κάνουν τροποποιήσεις, προκειμένου να «επιβάλουν» μια κυβερνητική απόφαση και όχι μια απόφαση που προκύπτει από συλλογικές δημοκρατικές διαδικασίες των εργαζομένων.
Τρίτο, η κήρυξη μιας απεργίας ή ακόμα και μιας στάσης εργασίας αποδεικνύεται μια πλέον περίπλοκη διαδικασία μετά την ψήφιση του Νόμου Χατζηδάκη: ο πρόεδρος του ΔΣ του εκάστοτε σωματείου ή συλλόγου οφείλει να ενημερώσει εγγράφως τον εργοδότη (με επίδοση δικαστικού επιμελητή) τουλάχιστον 24 ώρες πριν την πραγματοποίησή της (4 ημέρες για τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας), αφού έχει προηγηθεί νωρίτερα δημόσιος διάλογος με τον εργοδότη ενώπιον του ΟΜΕΔ (κατά τη διάρκεια του οποίου απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της απεργίας, σε εκτεταμένη γκάμα επιχειρήσεων πρέπει να προβλεφθεί Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας (πέραν του Προσωπικού Ασφαλείας), που με το νέο νόμο ανέρχεται τουλάχιστον στο 1/3 του εργατικού δυναμικού της επιχείρησης (!). Και όλα αυτά θα συμβούν αν δεν κριθεί η απεργία παράνομη και καταχρηστική από τα δικαστήρια, δηλαδή αν δεν βρουν κατά την προκήρυξη ή τη διεξαγωγή της περιπτώσεις «άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε όσους επιθυμούν να εργαστούν». Έτσι, από υπερασπιστές της απεργίας, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις καλούνται να γίνουν προστάτες της απεργοσπασίας!
Συνεπώς, τα προαπαιτούμενα για τη νόμιμη πλέον λειτουργία των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, το νέο καθεστώς που διαμορφώνεται μετά την
ψήφιση του Νόμου Χατζηδάκη θέτουν τα συνδικάτα προ μεγάλων δυσκολιών,
τους εργαζομένους προ αυξημένων εμποδίων να αποκρούσουν συλλογικά τις
αντεργατικές πολιτικές και τον εργατικό συνδικαλισμό να απειλείται κάτω
από την εποπτεία, τον έλεγχο και την ωμή παρέμβαση της κυβέρνησης και
των εργοδοτών.
Ποια θα πρέπει να είναι, με αυτά τα δεδομένα, η επόμενη μέρα για τα Σωματεία και τους εργαζόμενους;
Θα πρέπει να είναι μέρα μαζικής συσπείρωσης των εργαζομένων ενάντια στις νέες διατάξεις.
Θα
πρέπει να είναι η μέρα όπου θα αντιταχθούν στον αφανισμό των
συνδικαλιστικών τους δικαιωμάτων, με τη μαζική οργάνωσή τους στα
σωματεία. Με τη μαζική πάλη τους μέχρι να ανατραπεί ένας από τους πιο
αντιδραστικούς εργατικούς νόμους.
Η υπόθεση της ανατροπής των διατάξεων του νέου αντεργατικού νόμου είναι υπόθεση που έχει να αντιμετωπίσει κάθε συνδικάτο αλλά και μια υπόθεση που μπορεί να προχωρήσει μόνο με τον συντονισμό της πάλης των συνδικάτων και τη δημιουργία ενός πλατιού συνδικαλιστικού μετώπου πάλης ενάντια σε αυτές τι διατάξεις .
Απαιτείται πανεργατικός-πανσυνδικαλιστικός αγώνας για την ακύρωση και την ανατροπή τους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν άμεσα οι εργαζόμενοι το επόμενο διάστημα ασκώντας τη μεγίστη πίεση σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος