Η βάση ανάπτυξης του αντιπολεμικού – αντιιμπεριαλιστικού κινήματος και οι θέσεις του «αντικαπιταλιστικού χώρου»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τελευταίες εξελίξεις στο Αιγαίο, την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους. Αυτό γίνεται πλέον αντιληπτό από το σύνολο του ελληνικού λαού που στέκεται με έντονο προβληματισμό και ανησυχία απέναντι σε όσα συμβαίνουν. Δεν υπάρχει, επίσης, καμία αμφιβολία ότι, εκτός από (και παράλληλα με) τη μεγάλη όξυνση και τη σφοδρότητα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τις εξελίξεις αυτές τις «χρωματίζει» η ένταση της τούρκικης προκλητικότητας. Ο αναβαθμισμένος ρόλος που διεκδικεί η Τουρκία ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη, με συνεχείς παρεμβάσεις και επιθετικές ενέργειες, τροφοδοτεί σενάρια θερμών επεισοδίων και πολέμων στη περιοχή. Από την άλλη, η συνεχής υποχωρητικότητα και ο ενδοτισμός της ελληνικής ολιγαρχίας απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και η πολιτική υποταγής της στις ΗΠΑ όχι μόνο δεν απομακρύνουν, αλλά ενισχύουν την πολεμική απειλή.
Τέλος, είναι βέβαιο και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι θέσεις και η στάση με την οποία θα πορευτεί η Αριστερά σε αυτές τις συνθήκες θα της επιτρέψουν είτε να συνδεθεί με τις μάζες και να αποκτήσει κύρος και λόγο στις εξελίξεις είτε θα την οδηγήσουν στο περιθώριο.
«Τούρκικη επιθετικότητα». Αναγνώριση ή παράκαμψη της… πραγματικότητας;
Όσο τα γεγονότα, με πείσμα, αποδεικνύουν τις παραπάνω αλήθειες,
δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά επιμένουν να παρακάμπτουν και να
στρεβλώνουν αυτή την πραγματικότητα με στόχο να την προσαρμόσουν σε
λαθεμένα προκατασκευασμένα σχήματα. Καμία όμως πραγματικά επαναστατική
γραμμή δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στην άρνηση της πραγματικότητας.Οι δυνάμεις που αθροίζονται στον αντικαπιταλιστικό χώρο αρνούνται να καταγγείλουν τις επιθετικές ενέργειες της άρχουσας τάξης της Τουρκίας γιατί, όπως ισχυρίζονται, αυτό σημαίνει «παράδοση στο σοβινισμό» και ντε φάκτο υιοθέτηση του αφηγήματος των ντόπιων αντιδραστικών δυνάμεων για αύξηση των εξοπλισμών και περικοπές μισθών και συντάξεων. Οπότε, για χάρη -υποτίθεται- του διεθνισμού και της ειρήνης, η τούρκικη επιθετικότητα, ή ακόμη και τα ίδια τα γεγονότα που τη στοιχειοθετούν, παρακάμπτονται και προβάλλεται, γενικώς και αορίστως, ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων στο πλαίσιο (και) των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Σε σχέση με αυτά οφείλουμε να σημειώσουμε τα εξής:
1) Η θέση που λέει ότι αν «αναγνωρίζουμε τον επιθετισμό της Τουρκίας είναι σαν να αναγνωρίζουμε ή σαν να βοηθάμε να υιοθετηθεί η ανάγκη καλύτερων εξοπλισμών κ.λπ.» εμπεριέχει δύο λάθη.
Πρώτον, υπονοείται ότι η πραγματικότητα πρέπει να εξυπηρετεί και να υπακούει στην προκατασκευασμένη θέση μας. Η τούρκικη επιθετικότητα όμως υπάρχει και αυτή όπως εκφράζεται, το τελευταίο ιδιαίτερα διάστημα, είναι που δημιουργεί τον κίνδυνο των θερμών επεισοδίων και του πολέμου. Είναι εντελώς άλλο το να την αναγνωρίσεις και να την εντάξεις στο κάδρο της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του πλέγματος των ποικίλων εξαρτήσεων των δυο αστικών τάξεων και άλλο να την προσπερνάς νομίζοντας ότι έτσι υπηρετείς το διεθνισμό.
Δεύτερον, είναι λογικό άλμα να ισχυριστεί κανείς ότι η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας επιβάλλει τη θέση περί «αναγκαιότητας των εξοπλισμών». Η Αριστερά έχει απαντήσει στο ζήτημα αυτό με ξεκάθαρο τρόπο. Την εθνική ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν τα υπερασπίζονται, γενικώς και αορίστως, τα «καλά» όπλα. Προηγείται και καθορίζει τα ζητήματα αυτά η πολιτική. Όσο υπάρχει η πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας (την οποία οι περισσότεροι δεν αγγίζουν), κάθε όπλο και εξοπλισμός από την πλευρά της αστικής τάξης υποτάσσεται σε συμφέροντα ξένα και ενάντια στο λαό και τον τόπο. Αυτή ακριβώς η πολιτική είναι που, παρά τους αμέτρητους εξοπλισμούς, έχει οδηγήσει στην κατοχή της Κύπρου, στο γκριζάρισμα του Αιγαίου και την ευθεία αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης.
2) Η ιδέα που κατατίθεται ότι αναγνωρίζουμε την τούρκικη επιθετικότητα αλλά δεν την «ιεραρχούμε» και άρα δεν την αναφέρουμε «για να μην το παρανοήσουν οι μάζες» έχει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Αυτό της απόσπασης από την πραγματικότητα και της επακόλουθης αδυναμίας σύνδεσης με τον κόσμο στη βάση αυτή. Τελικά, γίνεται μια θέση που όχι απλά δεν αντιπαλεύει τον ελληνικό σοβινισμό, αλλά αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους κάθε λογής πατριδοκάπηλους.
3) Για να γίνει πιο κατανοητό το ζήτημα οφείλει ο καθένας να σκεφτεί την τοποθέτηση της Αριστεράς στην περίπτωση που η πραγματικότητα θα «χρωματιστεί» από την επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης. Αν, δηλαδή, ένα ελληνικό πολεμικό πλοίο μπει σε τούρκικα χωρικά ύδατα και εμβολίσει ένα τούρκικο πλοίο επειδή η ελληνική ολιγαρχία διεκδικεί μια τούρκικη βραχονησίδα και διακηρύσσει και αμφισβητεί έμπρακτα τη συνθήκη της Λωζάννης. Τι στάση οφείλει να κρατήσει τότε η Αριστερά; Θα γενικολογεί για την επιθετική φύση των δύο αστικών τάξεων, τις εξαρτήσεις, τους ανταγωνισμούς και την «επιθετικότητα που εναλλάσσεται στον ιστορικό χρόνο», κρατώντας ίσες αποστάσεις ή θα καταγγείλει το σοβινισμό, τον αλυτρωτισμό και τις τυχοδιωκτικές, φιλοπόλεμες ενέργειες της ελληνικής αστικής τάξης και της κυβέρνησής της; Από τη θέση αυτή, τη δεύτερη, οφείλει να ξεκινήσει και μετά να την τοποθετήσει στο κάδρο της εξάρτησης και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και να αναδείξει τις βαθύτερες αιτίες του ζητήματος.
Αν αυτή είναι η θέση (και σωστά) στην περίπτωση επιθετικών ενεργειών της ελληνικής αστικής τάξης, τότε γιατί είναι άλλη απέναντι στις επιθετικές ενέργειες της τούρκικης αστικής τάξης, που κλιμακώνονται μάλιστα τελευταία; Δεν είναι δυνατόν να παλέψει η ελληνική Αριστερά με σοβαρούς όρους εναντίον του ελληνικού σοβινισμού, αν με τις θέσεις της «χαϊδεύει» τον τούρκικο. Δεν θα πρέπει να εμφανίζεται πως δεν την ενδιαφέρει η πατρίδα και η εδαφική της ακεραιότητα. Ότι νοιάζεται και παλεύει για τα σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα των γειτονικών χωρών και λαών, αλλά την υπόθεση της δικής της πατρίδας και του λαού της την παραδίνει στους κάθε λογής πατριδοκάπηλους. Σε αυτές τις συνθήκες, μια Αριστερά που θα εμφανιστεί με αυτή τη γραμμή δεν μπορεί παρά (στην καλύτερη περίπτωση) να οδηγηθεί στο περιθώριο και να υπηρετήσει, τελικά, τα σχέδια του ντόπιου σοβινισμού.
4) Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε την επιλεκτική αναφορά της «αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» στο ρόλο του ιμπεριαλισμού, σχετικά με την τούρκικη επιθετικότητα. Ενώ γενικά αρνούνται κάθε αναφορά στην εξάρτηση (όπως άλλωστε κάνει και το ΚΚΕ) με το επιχείρημα ότι μια τέτοια αναφορά «απαλλάσσει από τις ευθύνες της την ελληνική αστική τάξη», τώρα, που κλιμακώνεται η τούρκικη επιθετικότητα, όλες οι αναλύσεις εντοπίζουν το πρόβλημα στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και την «προσαρμογή» των αστικών τάξεων σε αυτούς. Ο ιμπεριαλισμός εδώ χρησιμοποιείται κατά πώς βολεύει, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες μιας ανάγνωσης που δεν έχει τούρκικο επιθετισμό και όπου δεν υπάρχει, με κανέναν τρόπο, επιθετιστής και αμυνόμενος. Όπου όλα έχουν να κάνουν με ανταγωνισμούς μεγάλων δυνάμεων και άδικες επιβουλές των αστικών τάξεων. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο πόλεμος, σε κάθε περίπτωση, θα είναι άδικος και αντιδραστικός, από κάθε μεριά και σκοπιά.
✓ Σαφώς, τις πολύ αρνητικές εξελίξεις στην περιοχή ορίζουν και καθορίζουν οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί (ΗΠΑ, Ρωσία, ΕΕ). Εκεί βρίσκεται η αιτία των πολέμων και των δεινών των λαών της περιοχής.
✓ Οι αστικές τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας είναι βέβαιο ότι προσπαθούν, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να εξυπηρετήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους και να κερδίσουν έδαφος στο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Όλες οι αστικές τάξεις, από τη φύση τους, είναι επιθετικές. Αυτό δεν σημαίνει πως όλες έχουν τις πραγματικές δυνατότητες να εκδηλώσουν επιθετική πολιτική. Ούτε πως αυτές που μπορούν και είναι επιθετικές να απαλλάσσονται τελικά, για κάποιους ακατανόητους συμψηφισμούς.
✓ Μπορεί σε συνθήκες όξυνσης του ανταγωνισμού ΗΠΑ – Ρωσίας, και με δεδομένη την ασφυκτική πρόσδεση της Ελλάδας στο αμερικάνικο άρμα, να οδηγηθεί και η ελληνική αστική τάξη σε επιθετικές και τυχοδιωκτικές ενέργειες σε βάρος της Τουρκίας. Αυτό όμως το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποτελεί επιχείρημα για να μην στηλιτεύεται η σημερινή επιθετικότητα της Τουρκίας. Η καταγγελία ενδεχόμενων επιθετικών ενεργειών της ελληνικής αστικής τάξης μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο αν καταγγέλλεται ο υπαρκτός, εξελισσόμενος, τούρκικος επιθετισμός.
✓ Η στάση της άρχουσας τάξης της Τουρκίας απέναντι σε Κύπρο και Ελλάδα δεν είναι αόρατη ούτε πρόσκαιρη για να αναρωτιέται κανείς «αν έχει νόημα» η καταγγελία της. Η Τουρκία έχει υπό κατοχή τη μισή, σχεδόν, Κύπρο. Και επειδή οι δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού χώρου σκόπιμα το ξεχνούν (σε πολλά κείμενα μάλιστα, όπως αυτά που αναφέρονται στην ΑΟΖ της Κύπρου, υπονοείται έως και η αναγνώρισή της), υπενθυμίζουμε ότι δεν υπάρχει πιο επιθετική πράξη από την κατοχή. Η μόνη πιο επιθετική πράξη είναι η εδραίωση και επέκτασή της, όπως πράττει η Τουρκία με τους εποικισμούς και την καταπάτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εδώ και δεκαετίες, η Τουρκία δεν σταματά να εγείρει αξιώσεις στο χώρο του Αιγαίου. Κατόρθωσε να το γκριζάρει, να διατυμπανίζει και σχεδόν να επιβάλει ότι βραχονησίδες όπως τα Ίμια αποτελούν τούρκικο έδαφος, να αναφέρει απειλητικά ως αιτία πολέμου τα 12 μίλια, να αμφισβητεί τον ελληνικό εναέριο χώρο και τα χωρικά ύδατα, εισβάλλοντας σε αυτά -εμβολίζοντας ακόμη και πλοία-, να αμφισβητεί με εμπρηστικές δηλώσεις και έμπρακτα τη συνθήκη της Λωζάννης.
Στην τελευταία συμφωνία που επέβαλε για τον καθορισμό της ΑΟΖ με τη Λιβύη, όπου η τούρκικη ΑΟΖ τέμνει το Αιγαίο «αγνοώντας» ελληνικά νησιά όπως την Κρήτη, αποτυπώνεται εμφατικά η δυνατότητά της να κάνει πράξη την επιθετική της βούληση. Το ενδεχόμενο τουρκικά γεωτρύπανα και πολεμικά πλοία να επιχειρούν νοτιοανατολικά της Κρήτης, μπορεί να πυροδοτήσει τις εξελίξεις. Η Τουρκία έχει πλέον αναδειχθεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη, που μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, να παίρνει πρωτοβουλίες και χωρίς τις επιθυμίες τους, και τελικά να κερδίζει διαρκώς έδαφος και ρόλο στην περιοχή.
✓ Η ελληνική αστική τάξη εδώ και δεκαετίες έχει να αντιπαρατάξει κούφιες διακηρύξεις, αναζήτηση προστατών και των καλών τους λόγων, στα πλαίσια της ολόπλευρης εξάρτησής της, και άφθονο… ενδοτισμό. Η προσπάθεια παραχάραξης αυτής της πραγματικότητας, από τις δυνάμεις του τροτσκισμού και της αναρχίας, και η με κάθε τρόπο απεικόνιση μιας ελληνικής αστικής τάξης που συνεχώς επιτίθεται, που απομονώνει την Τουρκία και την υποχρεώνει σε αμυντικές κινήσεις αγγίζει πολλές φορές τα όρια του γελοίου.
Η τελευταία επίσκεψη του Κυρ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, όπου, σε ρόλο παρακατιανού λακέ, έχοντάς τους παραχωρήσει τα πάντα, εκλιπαρούσε τους «προστάτες» του για μία θετική δήλωση, υπήρξε αποκαλυπτική. Όσο και αν η ντόπια αστική τάξη και η προπαγάνδα της επιχειρεί να παρουσιάσει μια Ελλάδα ισχυρή, που διαδραματίζει ρόλο με τις τριμερείς και τη «φοβερή συμφωνία» για τον αγωγό, η πραγματικότητα διαρκώς γελοιοποιεί αυτό το αφήγημα. Η συμφωνία για τον East Med, άλλωστε, είναι το λιγότερο αμφίβολη και επισφαλής. Μάλλον, διαπραγματευτικό χαρτί και όχι πραγματικό σενάριο αποτελεί για την αμερικάνικη υπερδύναμη. Η πολιτική της υποτέλειας και της πλήρους προσαρμογής και υποταγής σε «προστάτες» δεν μαρτυρά «ισχυρές» αστικές τάξεις, αλλά άβουλα και εύθραυστα προτεκτοράτα. Τώρα, ο ελληνική αμερικανόδουλη εθνικοφρενική κυβερνητική πολιτική αναζητά τη συναίνεση που θα της επιτρέψει να συρθεί στη Χάγη. Προς απογοήτευση των τροτσκιστικών θεωριών, όχι για κάποιες επιθετικές προσδοκίες του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, αλλά για να διαπραγματευτεί τα σύνορα της συνθήκης της Λωζάννης και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Για το δίκαιο και το άδικο του πολέμου
Σε συνέχεια των παραπάνω, και προκειμένου να αποδείξουν το «ορθό»
της θέσης τους για τον πόλεμο, οι δυνάμεις του τροτσκισμού και της
«αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» παίρνουν από τώρα θέση. Εάν ξεσπάσει
πόλεμος, αυτός θα είναι αντιδραστικός, επιθετικός και από τις δύο
πλευρές, διατυπώνουν κατηγορηματικά.1) Το γεγονός ότι περιγράφουμε τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, τις εξαρτήσεις των εμπλεκόμενων χωρών από αυτές, αλλά και τους ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων, δεν σημαίνει ότι μπορεί ο καθένας «να χάνεται μέσα σε αυτές» και να καταλήγει σε μια γενική αρχή για το άδικο των πολέμων. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία ο πόλεμος ήταν άδικος από την ελληνική πλευρά και σωστά το ΚΚΕ υιοθέτησε αυτή τη θέση. Ο εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος του ’40, αντίθετα, ήταν δίκαιος από την πλευρά της Ελλάδας. Καθοριστικό κριτήριο το οποίο ο τροτσκισμός προσπερνά με λογικά άλματα είναι η παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας, η υπεράσπιση της πατρίδας και της εθνικής ανεξαρτησίας του κάθε λαού. Γιατί, εκτός από τις αναλύσεις των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την περιγραφή των ανταγωνιστικών συμφερόντων στις εκάστοτε συνθήκες, υπάρχουν και τα δίκαια των λαών και των εθνών. Και η Αριστερά, για να απευθυνθεί και να συνδεθεί με το λαό με στόχο να κατευθύνει την πάλη του, πρέπει -πριν παρουσιάσει τις αναλύσεις της- να πάρει θέση με τα συνθήματά της ακριβώς πάνω σε αυτά τα δίκαια για τα οποία αγωνιά ο λαός.
2) Δεν συζητάμε σήμερα γενικώς και αορίστως για το ενδεχόμενο πολέμων. Σήμερα, συζητάμε για το ενδεχόμενο ενός πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με το δεδομένο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας. Για αυτόν τον πόλεμο γίνεται λόγος και δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς με γενικολογίες. Το αντιπολεμικό κίνημα πρέπει να ξεκινάει από τις απαντήσεις πάνω στα πραγματικά ζητήματα που απασχολούν το λαό και όχι από κατασκευές της πραγματικότητας. Αν αυτή η πραγματικότητα αντιστραφεί και η επιθετικότητα αλλάξει πλευρά και πάλι οφείλει να δώσει απαντήσεις πάνω σε αυτή.
✓ Από αυτή την άποψη, είναι αναγκαίο η Αριστερά να παλέψει για τη συγκρότηση ενός αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που θα προβάλλει τον κοινό αγώνα των λαών Ελλάδας-Κύπρου-Τουρκίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο και που θα εκφράζει καθαρά την εναντίωση σε κάθε επιθετική ενέργεια, σε κάθε επιβουλή της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, όπως και αντίστοιχα της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία. Καθήκον των κομμουνιστών, όλων των φιλειρηνικών, προοδευτικών και δημοκρατικών ανθρώπων είναι ο αγώνας για την αποτροπή του πολέμου. Αυτός δεν μπορεί να συγκροτηθεί πάνω σε γενικές εκκλήσεις για ειρήνη και ευχές για ανατροπή των δύο αστικών τάξεων. Μπορεί να συγκροτηθεί μόνο πάνω σε απαντήσεις στα συγκεκριμένα ζητήματα που γεννάει η πραγματικότητα.
✓ Με αυτό το δεδομένο, μια τοποθέτηση της Αριστεράς που από σήμερα ξεκαθαρίζει ότι ο ενδεχόμενος πόλεμος θα είναι άδικος υποσκάπτει την ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος. Γιατί, με τα σημερινά δεδομένα, είναι σαν να διακηρύσσει η Αριστερά ότι δεν την ενδιαφέρει η εδαφική ακεραιότητα της χώρας, η ελευθερία και η ανεξαρτησία του λαού. Εκεί οδηγούν εύκολες διακηρύξεις του τύπου «δε θα γίνουμε κρέας για τα κανόνια». Τέτοιο αντιπολεμικό κίνημα δεν υπήρξε και δεν μπορεί να υπάρξει.
✓ Αν ο λαός βρεθεί μπροστά σ’ έναν τέτοιο πόλεμο, η σημαία που οφείλει τότε να υψώσει είναι αυτή της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Όσοι λένε ότι αυτή είναι μια ξένη για το λαό σημαία, δεν κάνουν άλλο από το να εξωραΐζουν τη ξενόδουλη αστική τάξη που δεν σήκωσε ποτέ αυτή τη σημαία. Είναι βέβαιο ότι δεν διαβάζουν σωστά την ιστορία των αγώνων ενός λαού που είναι δεμένη με τον πόθο του για εθνική ανεξαρτησία και τα ποτάμια αίματος που έχυσε κόντρα σε ξένους και ντόπιους δυνάστες.
Σε ό,τι αφορά το Μ-ΛΚΚΕ, παρά τις κριτικές που γίνονται και παρά το γεγονός ότι οι επικριτές του έχουν σπεύσει να πάρουν θέση, δεν έχει διατυπώσει θέση για το χαρακτήρα ενός ενδεχόμενου πόλεμου. Εάν και όταν ξεσπάσει, θα διατυπώσει τη θέση του με βάση τα δεδομένα εκείνης της χρονικής στιγμής. Αποσαφηνίζουμε, όμως, ότι οι αρχές πάνω στις οποίες θα βασιστεί η θέση μας είναι διατυπωμένες και ξεκάθαρες.
✓ Το αν η Αριστερά θα συμβάλει πραγματικά στη συγκρότηση αντιπολεμικού κινήματος, ή όχι, θα κριθεί από τις θέσεις και όχι τις προθέσεις της. Αντιλήψεις που, ούτε λίγο ούτε πολύ, διακηρύσσουν πως είναι αδιάφορο σε ποιον θα ανήκουν τα Ίμια ή η Σάμος, δεν υπηρετούν τον περιορισμό του σοβινισμού αλλά την εξάπλωσή του και αντικειμενικά γίνονται τροφή για τα φιλοπόλεμα ρεύματα.
Κλείνοντας, εντύπωση προκαλεί η στάση αυτής της «Αριστεράς» που από τη μια προεξοφλεί τη στάση της για τον «άδικο πόλεμο» και από την άλλη διαδηλώνει για το Αφρίν. Με ποιο κριτήριο, αν όχι με αυτό του δικαιώματος της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας, εναντιώνονται στην τούρκικη εισβολή και συντάσσονται με τους Κούρδους της Συρίας σε αυτόν τον πόλεμο; Όχι πάντως επειδή οι Κούρδοι πολεμάνε κάτω από τις σημαίες της εργατικής τάξης.
Για τα σύνορα και την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας
Συνέχεια στις λογικές ακροβασίες της «αντικαπιταλιστικής Αριστεράς»
δίνεται με το θέμα των συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και των
κυριαρχικών δικαιωμάτων. ✓ Τα σύνορα δεν βρίσκονται στο διάστημα. Χωρίζουν τα εδάφη διαφορετικών κρατών. Το απαραβίαστο των συνόρων δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται και να συνυπάρχει με την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας. Πώς οφείλει να τοποθετηθεί η Αριστερά στην Τουρκία, όταν ο τουρκικός στρατός εισβάλλει στη Συρία και η τουρκική αστική τάξη παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα άλλων χωρών και διεκδικεί ξένα εδάφη υλοποιώντας βαθμιαία τον ευρύτερο σχεδιασμό της για τη δημιουργία της «Μεγάλης Τουρκίας»;
Υπάρχει κάτι άλλο εκτός από την καταγγελία; Τι μπορεί να πράξει η Αριστερά που βρίσκεται από την άλλη μεριά των συνόρων; Τι άλλο αν όχι να καταγγείλει με τον ίδιο τρόπο την αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας της;
✓ Υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας δεν είναι υπεράσπιση αστικών συμφερόντων. Είναι η υπεράσπιση των ύψιστων δικαιωμάτων και συμφερόντων του λαού. Ούτε συνιστά επιχείρημα ότι τις ΑΟΖ τις λυμαίνονται τα ξένα μονοπώλια. Κάθε σπιθαμή αυτού του τόπου, που καταδυναστεύουν οι ιμπεριαλιστές, την εκμεταλλεύονται τα μονοπώλιά τους. Και αυτό δεν αποτελεί νέο.
✓ Το απαραβίαστο των συνόρων δεν συνιστά ένα αόριστο «διεθνιστικό κάλεσμα», αλλά καταγγελία όποιου τα αμφισβητεί. Και όποιος αμφισβητεί σύνορα δεν αμφισβητεί αόρατες γραμμές αλλά εδάφη, την εδαφική κυριαρχία κάποιας χώρας.
✓ Αυτές είναι οι βασικές θέσεις ενός αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος σήμερα. Δεν μπορεί παρά να μιλάμε για ένα κίνημα που εναντιώνεται στον αλυτρωτισμό και τις επεκτατικές βλέψεις, στηρίζει το απαραβίαστο των συνόρων, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των χωρών και στρέφεται κατά της ιμπεριαλιστικής «προστασίας». Η ανάπτυξη ενός σταθερού, ρωμαλέου και μαζικού αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού-διεθνιστικού κινήματος είναι η καλύτερη γέφυρα για τη φιλία και τη συνεργασία των λαών!
Το περιεχόμενο του αντιπολεμικού κινήματος σε συνθήκες όπως οι σημερινές, ή του κινήματος που θα πρέπει να αναπτυχθεί σε συνθήκες εξαπόλυσης πολέμων, θα διαμορφωθεί, αντικειμενικά, μέσα σε συνθήκες όξυνσης της πάλης. Οι απόψεις της «αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» εμφανίζονται αδιάλλακτα διεθνιστικές και ταξικές, στην πραγματικότητα όμως δεν υπηρετούν το αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Αν υιοθετηθούν θα αφήσουν την Αριστερά και το κύρος της έκθετα στην κριτική και την πολεμική των πατριδοκάπηλων. Θα την αποσπάσουν τελικά από τις αγωνίες, τα δίκαια και τις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού λαού. Γι αυτό η Αριστερά οφείλει να ξεκινά από τη σωστή ανάγνωση της πραγματικότητας και μόνο και πάνω σε αυτή τη βάση να χαράζει τη γραμμή της. Η πραγματική αριστερά έχει σήμερα ένα μεγάλο χρέος. Να μπολιαστεί με την κατανόηση της ανάγκης.
πηγή: Λαϊκός Δρόμος