Γρήγορη αναζήτηση

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Βαδίζοντας προς την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ



Για την προπαγάνδα-διαφώτιση
Το ζήτημα της προπαγάνδας έχει δυσφημιστεί πάρα πολύ από τους κήρυκες της άρχουσας τάξης.
Έχει ταυτιστεί με την «πλύση εγκεφάλου» και την πνευματική χειραγώγηση από όλους αυτούς που διαθέτουν άπειρα μέσα για να ελέγχουν τον νου εργαζομένων, λαού και νεολαίας (ΜΜΕ, διαδίκτυο, σχολείο, εκκλησία, στρατό, πολιτισμό κ.ά.). Οι κομμουνιστές όταν μιλούν για προπαγάνδα (από το λατινικό propagο = διαδίδω) αναφέρονται στη διαφώτιση και στην επικοινωνία. Η προπαγάνδα στην κομμουνιστική φιλολογία διαφέρει από την αγκιτάτσια. Η πρώτη αναφέρεται στην επεξήγηση και διαφώτιση σ’ ένα γενικό θέμα, π.χ. πολιτική κατάσταση, και η δεύτερη σ’ ένα ειδικό ζήτημα (π.χ. πόλεμος). Στην εξέλιξή της η ομάδα κομμουνιστικής προπαγάνδας είχε τρεις ρόλους, τρεις ανθρώπους, τρία καθήκοντα.


Τον προπαγανδιστή, τον αγκιτάτορα και τον οργανωτή, όπου ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον στο χτίσιμο των δεσμών με τους ανθρώπους και στην κομματική οικοδόμηση.
Σήμερα το σχήμα που προαναφέραμε έχει ατονήσει, ένας άνθρωπος αναλαμβάνει περισσότερα καθήκοντα.
Το κομμουνιστικό κίνημα, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, συστηματοποίησε την προπαγάνδα σαν μορφή επιστημονικής επικοινωνίας, κυρίως στη σοβιετική Ρωσία. Σ’ αυτήν τη φάση ιδιαίτερο τόνο έδωσε η ομάδα «προλέτ-κουλτ» (προλεταριακή κουλτούρα), όπου η ποίηση, η ζωγραφική, το θέατρο γίνονται όπλα στα χέρια των επαναστατημένων εργατών και της νεαρής σοβιετικής εξουσίας.  
Ο κυριαρχικός ρόλος
 των σύγχρονων ΜΜΕ
Η γέννηση, ανάπτυξη κι εντέλει η κυριαρχία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης τροποποίησε όλα τα δεδομένα της επικοινωνίας. Οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο στην αρχή, η τηλεόραση και το διαδίκτυο στη συνέχεια, άλλαξαν όχι μόνο τις παραγωγικές δυνάμεις αλλά και την ισχύ της ιδεολογικής κυριαρχίας πάνω στους πολίτες.
Σύντομα ο καπιταλισμός κατανόησε βαθύτατα τη διπλή ιδιότητα των ΜΜΕ.
Αφενός τα αξιοποίησε λειτουργικά, εντάσσοντάς τα στη διαδικασία της παραγωγής, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων και της κερδοφορίας του.
(Ένα βιβλίο που στέλνεται, παράγεται και επιστρέφει από την Κίνα, χρησιμοποιώντας τους Η/Υ, κοστίζει πέντε φορές λιγότερο από το να παραχθεί στη χώρα μας∙ δεν εξαιρούμε φυσικά το χαμηλό εργατικό κόστος).
Αφετέρου τα ΜΜΕ και κυρίως η τηλεόραση θρονιάστηκαν σαν σύγχρονος βασιλιάς σε κάθε σπίτι, τροποποιώντας όλους τους βασικούς ιδεολογικούς και πολιτισμικούς κώδικες. Αξίες, πρότυπα, ρόλοι και συμπεριφορές δοκιμάζονται κάτω από το ασφυκτικό βάρος των ΜΜΕ και κυρίαρχα της τηλέορασης.
Αυτό που ονομάζουμε είδηση, πληροφορία και επικοινωνία διοχετεύεται και φιλτράρεται από το «μέσον», που με τη σειρά του ελέγχεται από το καπιταλιστικό- ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι μια χούφτα εταιρείες ελέγχουν το 75% της παγκόσμιας προβολής γεγονότων και στις οποίες οι ΗΠΑ κυριαρχούν απόλυτα. Μιλάμε για το κύκλωμα  παραγωγής υποδομών (εργοστάσια), τον κινηματογράφο, τη διανομή ειδήσεων, τις «σχολές σκέψης» κλπ. Αν σήμερα είναι απολύτως αναγκαίο να μιλήσουμε για τον ιμπεριαλισμό και την οικονομικό-στρατιωτική του επιθετικότητα, άλλο τόσο είναι απόλυτα σωστό να αναλύσουμε την ιδεολογική εγχάραξη στα μυαλά των ανθρώπων με τον όρο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ.
Γνώση του θέματος
Πολλές φορές στις συζητήσεις μας χρησιμοποιούμε τον όρο «βαλκανικό καφενείο», θέλοντας να δείξουμε την προχειρότητα, την ελαφρότητα και την αερολογία κατά τη διεξαγωγή μιας συζήτησης.
Σ’ όλη τη διάρκεια του οικονομικό-κοινωνικού μεσαίωνα η αλήθεια βρισκόταν «κρεμασμένη» στα φύλλα της παλαιάς και καινής διαθήκης. Εκεί πάνω γίνονταν οι αντιπαραθέσεις. Η αστική εποχή έφερε στο προσκήνιο τον ορθολογισμό και την επιστήμη ως βάσεις κάθε αξιόλογης συζήτησης. Ο επιστημονικός μαρξισμός το προχώρησε. Έβαλε στο τραπέζι τη διαλεκτική και πιο συγκεκριμένα το διαλεκτικό υλισμό για τη φύση και τον ιστορικό υλισμό για την κοινωνία.
Οι κομμουνιστές μαστίγωσαν αλύπητα τις δοξασίες, τον εμπειρισμό, το χειροτεχνισμό, την αντιεπιστημονική πίστη. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της προπαγάνδας – διαφώτισης. Ο επαναστάτης δεν δικαιώνεται επειδή ορκίζεται στο σοσιαλισμό. Δεν «ψηλώνει» όταν κλίνει σ’ όλους τους τόνους τα ονόματα των μεγάλων καθοδηγητών του κομμουνιστικού κινήματος και φοβίζει το ακροατήριο με πολύπλοκα σχήματα και «-ισμούς», που ικανοποιούν τον ίδιο αλλά δεν παράγουν ουσία.
Ο σύντροφος φροντίζει να γνωρίζει σε βάθος το θέμα που πραγματεύεται. Έχει διαβάσει καλά, έχει κρατήσει σημειώσεις, έχει ξεκοκαλίσει την εφημερίδα μας και έχει συμβουλευτεί τους αρμόδιους συντρόφους ή τα αντίστοιχα κομματικά όργανα.
Δεν αναφερόμαστε στην τυχαία συζήτηση. Αναφερόμαστε σε προγραμματισμένη κομματική διαφωτιστική δουλειά και ανάλογη κομματική ζύμωση.
Από κάθε άποψη η εμπεριστατωμένη γνώση βοηθάει και τον συγκεκριμένο διαφωτιστή αλλά και τον κόσμο που παρακολουθεί, ομάδα, σύναξη να προσανατολιστεί σωστά, να βαθύνει στο θέμα, να βγάλει συμπεράσματα. Σε κάθε περίπτωση η απόδειξη και όχι η επίδειξη γνώσεων λειτουργεί διαπαιδαγωγητικά για το κοινό και είναι οδηγός δράσης.
Ο κόσμος που απευθυνόμαστε
Η προπαγάνδα, ζύμωση, διαφώτιση έχει πάντα «πομπό και δέκτη». Στην περίπτωσή μας δέκτης είναι το ακροατήριο. Έχει μεγάλη σημασία ο προπαγανδιστής να γνωρίζει την ποιότητα του κόσμου στον οποίο απευθύνεται κάθε φορά. Δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν την ιδεολογικοπολιτική  του συγκρότηση και καταγωγή.
Και αυτά είναι η κοινωνική του προέλευση (πχ. αγρότες  ή φοιτητές), το επίπεδο μόρφωσής του (διανοούμενοι ή όχι), την ειδική στιγμή συνομιλίας (σε αναβρασμό ή ύφεση), το βαθμό προσέγγισης των κομμουνιστικών ιδεών (συναγωνιστικό ακροατήριο ή εν γένει) και την απόσταση από τον επιδιωκόμενο στόχο. Αν για παράδειγμα ο κόσμος  αποτελείται από αποφασισμένους εργαζόμενους – απεργούς είναι διαφορετικό από το φοιτητικό αμφιθέατρο.  Το πρώτο δεν έχει πρόβλημα με τα καθήκοντα και τις φόρμες οργάνωσης, το δεύτερο συμπεριφέρεται περισσότερο ανυπότακτα, χωρίς υποχρεώσεις. Το κάθε φορά ακροατήριο αποτελείται προφανώς από ξεχωριστούς ανθρώπους, από ιδιαίτερες προσωπικότητες, από μοναδικές προσεγγίσεις. Ωστόσο έχει πάντα ένα ομαδικό υπόβαθρο, ένα στοιχείο κοινό που το χαρακτηρίζει. Αυτό μπορεί να είναι το τοπικό (χώρος κατοικίας), το επαγγελματικό (ίδιος κλάδος), το βίωμα (απεργοί), το κοινωνικό (εργάτης) ή το πολιτικό (ομοϊδεάτες). Είναι απαραίτητο ο υπεύθυνος για τη διαφωτιστική δουλειά να γνωρίζει τον ενιαίο κρίκο που φανερά ή όχι συνδέει τις επιμέρους μονάδες του κόσμου και να βαθαίνει σωστά τα στοιχεία του. Ακόμα και οι πιο ανομοιογενείς ομάδες έχουν ένα βαθύτερο συνδετικό κρίκο τον οποίο χρειάζεται να ακουμπήσουμε, να βρούμε, να ξύσουμε και ν’ αξιοποιήσουμε.
Πολλές φορές ένα ακροατήριο είναι απαιτητικότερο από τις «σημειώσεις» του προπαγανδιστή. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε από την ατμόσφαιρα και τις ερωτήσεις κι έτσι να αναπροσανατολίσουμε την προσέγγισή μας.
Τα έτοιμα σχήματα (τα καλούπια) είναι αναγκαία για να οργανώσουμε μία ομιλία, αλλά μπορεί να χρειαστεί το σπάσιμό τους.
Η τέχνη της μαζικής
διαφωτιστικής δράσης
Αναντίρρητα η προπαγανδιστική δουλειά έχει όλα τα στοιχεία της τέχνης και της μαστοριάς. Χρησιμοποιεί κανόνες και τεχνικές και οπωσδήποτε εξελίσσεται και βελτιώνεται. Υπάρχουν πολλοί σύντροφοι που λένε πως «δεν μπορώ να μιλήσω» ή πως «κομπλάρω μπροστά σ’ ένα μικρό ή μεγάλο ακροατήριο». Αυτού του τύπου η σύλληψη είναι λάθος γιατί δεν συνδέει τη διαφώτιση και την ανάγκη με το σκοπό, αλλά με το μέτρημα των προσωπικών δυνατοτήτων. Βάζει το φόβο τού «εγώ» απέναντι από τις ανάγκες της μαζικής δράσης. Δεν είναι όλοι ρήτορες και «γεννημένοι» προπαγανδιστές, αλλά όλοι, μα όλοι, μπορούν να βελτιώσουν τον τρόπο προσέγγισης ενός κύκλου ανθρώπων.
Πρώτον, πρέπει να χρησιμοποιούν την πειθώ, τα πειστικά επιχειρήματα, άρα οφείλουν να έχουν αφομοιώσει την πολιτική του κόμματός μας.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιούν τον κούφιο διδακτισμό, ένα δασκαλίστικο, από «καθέδρας» στιλ, που απομακρύνει τους ανθρώπους αντί να τους φέρνει κοντά μας.
Δεύτερον, πρέπει να επιμένουμε στο ότι είμαστε ένας ή μία απ’ αυτούς.
Οι αστοί πολιτικοί μπορεί να χαϊδεύουν τ’ αυτιά των ανθρώπων, αλλά ανήκουν σ’ άλλη τάξη. Η ζωή τους δεν έχει τίποτα το κοινό με αυτήν του εργάτη, αγρότη, άνεργου, σ’ αντίθεση με τη ζωή των λαϊκών αγωνιστών και πολύ περισσότερο των μαρξιστών-λενινιστών, που είναι σάρκα από τη σάρκα του λαού, ζυμωμένοι από τα ίδια υλικά. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που πρέπει να λέγεται και ν’ αξιοποιείται.
Τρίτον, πρέπει να «ψηλώνουμε» την κουβέντα. Η αφομοίωση της πολιτικής γραμμής και η γενίκευσή της είναι αναγκαίο εφόδιο. Το ιστορικό ανάλογο παράδειγμα, παγκόσμιο ή εθνικό, η επίκληση των εμπειριών του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος είναι απαραίτητη.
Η τσιτατολογία βλάπτει, αλλά η γνώση των κλασικών διόλου.
Η επίδειξη αναφορών από «τσιτάτα» μπορεί ν’ ανακουφίζει τον ομιλητή, αλλά όταν αυτά δεν χωνεύονται δημιουργικά από το ακροατήριο ηχούν σαν «καμπανιστά αποσπάσματα».
Αρνητικές επιδράσεις
Από τη μεταπολίτευση και δώθε το πολιτικό κίνημα της αριστεράς γνώρισε και επηρεάστηκε από τη βαριά σκιά των λεγόμενων ευρωκομμουνιστών. Αν και λίγοι αριθμητικά οι ευρωπαιοσπουδασμένοι  έφεραν την κουλτούρα των γαλλικών Πανεπιστημίων, τον αγνωστικισμό του γαλλικού Μάη, την απόλυτη σχετικότητα, την ελευθεριακότητα στη  σκέψη και εντέλει τον αντικομμουνισμό. Αυτά επηρέασαν τον πολιτικό πολιτισμό, τις συνήθειες και την προπαγάνδα στην αριστερά.
Οι φοιτητικές ομάδες της «αντικαπιταλιστικής» αριστεράς μισούν την πατρίδα και τον πολιτισμό της, απεχθάνονται κάθε τι λαϊκό, αποστρέφονται τα «ρήματα», δηλαδή την ενέργεια, και χρησιμοποιούν κατά κόρον αφηρημένες (όσο και ανόητες) έννοιες π.χ. παγκοσμιοποίηση, αναδιάρθρωση, δυαδική κοινωνία κ.ά.
Είναι μεταμοντέρνοι και επιδειξιομανείς. Λατρεύουν σαν σύγχρονοι επαρχιώτες κάθε τι ευρωπαϊκό. Αντίθετα ο κομμουνιστής προπαγανδιστής – διαφωτιστής πρέπει να χρησιμοποιεί όλο το οπλοστάσιο του πολιτισμού μας γιατί είναι οικείο και γνωστό στον κόσμο. Γιατί συγκινεί και βγάζει εύκολα παραδείγματα.
Από την αρχαία μυθολογία, την τραγωδία, τους χριστιανικούς μύθους (το αν είναι άθεος ή άθεη είναι άλλο πράγμα), την ελληνική επανάσταση, το ΕΑΜ, τον ΔΣΕ, το Πολυτεχνείο.
Αλλά και όλο το σεντούκι των λαϊκών μύθων και θρύλων, παραδείγματα από την αγροτοεργατική ζωή, τις παροιμίες και τα γνωμικά που είναι γνωστά στο ευρύ κοινό και χρησιμοποιούνται ευρέως σαν παραδείγματα.
Ο Στάλιν χρησιμοποίησε το μύθο του Ανταίου, ο Μαρξ του Σίσυφου, ο Μάο μιλούσε για τον κινέζικο πολιτισμό προσπαθώντας να βρει κώδικες συνεννόησης με τους αγρότες και οι νεοαριστεροί μας κάνουν αναφορές στον Λ. Αλτουσέρ ή στη M. Xάρτεκερ. Αν αυτό γίνει σε λαϊκό ακροατήριο τότε η αποτυχία είναι εξασφαλισμένη.
Η ανάσυρση των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού που «τσιγκλάει» το πνευματικό υποσυνείδητο του κόσμου δεν είναι εθνικισμός, όπως λένε ανιστόρητα οι κοσμοπολίτες. Είναι πατριωτικό στοιχείο και τέχνη.
Ο στόχος
Η προπαγάνδα – διαφώτιση συνδέεται άρρηκτα με τους στόχους του κόμματος και του κινήματός μας. Δηλαδή με τον λαϊκό, αντιιμπεριαλιστικό αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και τον σοσιαλισμό.
Να σημειώσουμε ότι όλη η αστική πολιτική «βγάζει φλύκταινες» όταν ακούει τη λέξη προπαγάνδα και σε μεγάλο βαθμό αυτό το έχει περάσει στα μυαλά του κόσμου.
Αλλά η διαφήμιση τι είναι; Μορφή προπαγάνδας! Οι ομιλίες των Τσίπρα – Μητσοτάκη τι είναι; Οι τηλεοπτικές – ραδιοφωνικές παρεμβάσεις των υπουργών για να μας πείσουν ότι το ασφαλιστικό – φορολογικό γίνεται για το καλό μας τι είναι; Ο Ουμπέρτο Έκο, ένας Ιταλός δημοσιολόγος-συγγραφέας, έλεγε ότι ακόμα και ο Θεός χρειάζεται διαφήμιση γι’ αυτό κτυπάνε οι καμπάνες.
Η διαφώτιση  συνδέεται με το στόχο μας και γι’ αυτόν το λόγο διαλεκτικά, ήρεμα, όχι άτσαλα και βεβιασμένα, κάθε συζήτηση, ομιλία, απλή κουβέντα, παρουσίαση πρέπει να οδηγείται πάντα στο «δια ταύτα». Χωρίς «δια ταύτα» παραμένει ατελής και μετέωρη, τροφή στον αγνωστικισμό και στο ιδεολογικοπολιτικό χάος.
Και στην τελική κατάληξη (στην πρόταση κατακλείδα όπως λένε οι φιλόλογοι) δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει αμηχανία, μετεωρισμός και «δεν ξέρω».
Άφθαστος τεχνίτης στη σύνδεση μέσων και σκοπού, λόγων και έργων, θεωρίας και πράξης ήταν ο Β. Ι. Λένιν, τα έργα του οποίου, μαζί με τις μπροσούρες, υποδείξεις, σημειώσεις κλπ., πρέπει να είναι αντικείμενο μελέτης για όλους τους συντρόφους. Ο ενδιάμεσος και τελικός στόχος της προπαγάνδας πρέπει να είναι διατυπωμένος με σαφήνεια, ακρίβεια και ρεαλισμό, χωρίς υποδιαστολές, «ήξεις-αφήξεις» και «ναι μεν αλλά».
Για παράδειγμα το τρίπτυχο «λαϊκοί αγώνες, πραγματική αριστερά και κομμουνιστική ανασυγκρότηση» πρέπει να εξηγείται και να λέγεται «παντός καιρού» και όχι να είναι λήμμα των κομματικών εγχειριδίων και λεξικών.
Τα μέσα πάλης ορίζονται και καθορίζονται από τον στόχο και όχι το αντίθετο.
Μαρξισμός – Λενινισμός
και προπαγάνδα
Ο Μαρξισμός - Λενινισμός είναι η κομμουνιστική ιδεολογία της εποχής μας.
Δεν πρόκειται για μία ακαδημαϊκή θεωρία του συρμού  ούτε για ένα νεκρό αποστεωμένο δόγμα. Είναι μπούσουλας για δράση, ανατροπή και ταξική πάλη. Ωστόσο υπάρχουν πολλοί επαναστάτες κομμουνιστές που αρκούνται στο να δοξολογούν τον μαρξισμό – λενινισμό χωρίς επιχειρήματα  και -κυρίως- χωρίς το στόχο να πείσουν στέρεα το ακροατήριο ή τον συνομιλητή τους.
Είναι σα να λένε «Κύριε ελέησον» χωρίς να ξέρουν τη σημασία του. Πρόκειται για καρικατούρα επαναστατικής προπαγάνδας. Αν ο μαρξισμός - λενινισμός  είναι οδηγός για δράση, πράγμα που προϋποθέτει συγκρότηση του αγωνιστή, γνώση, πίστη και αφοσίωση στο στόχο του, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιείται ανάλογα. Αν πρόκειται να φοβίσουμε τον κόσμο ή να του αναθέσουμε αβάσταχτα καθήκοντα τότε μπορούμε να το κάνουμε με πολλούς τρόπους. Αν από την άλλη μάς αρκεί να κάνουμε μια «νερουλιασμένη προπαγάνδα» χωρίς στόχο, τότε έχουμε μπερδέψει το κόμμα με πολιτιστικό σύλλογο της γειτονιάς και το επαναστατικό καθήκον με ανώδυνη ορειβασία!
Η προπαγάνδα είναι τέχνη (επιστήμη) και διαθέτει τα δικά της μυστικά-τεχνικές, τις οποίες έχει αξιοποιήσει ο καπιταλισμός και η άρχουσα τάξη σ’ αξιοζήλευτο βαθμό. Οφείλουμε να τις μελετήσουμε, όμως, πολύ περισσότερο, οφείλουμε ν’ αξιοποιούμε την κομματική προπαγάνδα – διαφώτιση για να εμπνέουμε, να δενόμαστε και να μπαίνουμε μπροστά στην ταξική πάλη. 
Σε κάθε περίπτωση όλη η κομμουνιστική φιλολογία και ο μαρξισμός – λενινισμός σαν απελευθερωτική κοσμοθεωρία μάς διδάσκει ότι μπορούμε να βελτιωνόμαστε. Να χωνεύουμε την εμπειρία, μετασχηματίζοντάς την σε πείρα και θεωρία, να ψάχνουμε νέους δρόμους, να στηριζόμαστε σε δοκιμασμένα όπλα, αλλά να τολμάμε να εφευρίσκουμε καινούργια οδηγούμενοι από την «απεραντοσύνη των σκοπών μας».