Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Μπροστά στην ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης

Με το κλείσιμο της αξιολόγησης για τα εργασιακά θα ενταθεί και θα βαθύνει η εκμετάλλευση των εργαζομένων


Η συμφωνία σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για την επίτευξη του συμφωνημένου δημοσιονομικού στόχου για το 2018 (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ), καθώς και μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων για την αγορά εργασίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και την άρση των εμποδίων για επενδύσεις”.
Αυτά αναφέρει η απόφαση του πρόσφατου συμβουλίου Γιούρογκρουπ, με την οποία προδιαγράφονται τα νέα μόνιμα αντιλαϊκά μέτρα που θα εφαρμόζονται μαζί με τα παλιά από το 2018 και μετά, με έμφαση τα επόμενα χτυπήματα στα Εργασιακά. 
Η παραπάνω απόφαση κονιορτοποιεί την προπαγάνδα της κυβέρνησης και της υπουργού Εργασίας Αχτσιόγλου, η οποία έχει επιδοθεί σε έναν επικοινωνιακό αγώνα με σκοπό να πείσει τους εργαζόμενους, στο εσωτερικό, ότι διαπραγματεύεται τάχα σκληρά, όταν η κυβέρνηση τελικά αποδέχεται όλο το αντιδραστικό πλαίσιο των δανειστών.

Ο καμβάς πάνω στον οποίο διαμορφώνεται η νέα συμφωνία, για την παγίωση και επέκταση της εργασιακής ζούγκλας στη χώρα μας, είναι το περίφημο “ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο”, το οποίο αποτελεί πεδίο σύγκλισης κυβέρνησης και “θεσμών”, καθώς πέρα από το γεγονός ότι στο εσωτερικό του εμπεριέχει όλες τις αντεργατικές επιλογές που απαιτούν οι δανειστές, από την άλλη αποτελεί το φύλλο συκής της κυβέρνησης για μια ακόμη υποχώρηση από τις «κόκκινες» γραμμές της.
Όταν η ανατροπή των εργασιακών δικαιωμάτων είναι ο κανόνας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτελεί μονόδρομο για το μεγάλο κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του, για την έξοδο της καπιταλιστική οικονομίας από την κρίση, αποτελεί υποκρισία από την κυβέρνηση να ομνύει όπου σταθεί και όπου βρεθεί στο “Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κεκτημένο”.
Για το πόσο σαθρή είναι η προπαγάνδα της κυβέρνησης για τις “βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές” αρκεί να επισημάνουμε ότι σε σχέση με την επεκτασιμότητα των Συλλογικών Συμβάσεων αυτή υποσκάπτεται εδώ και 20 χρόνια στα περισσότερα κράτη - μέλη της ΕΕ, ενώ η αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης υπονομεύτηκε καταρχήν στη Γερμανία, την «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής η υπουργός Εργασίας συναντήθηκε με τον Επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί όπου, όπως σχολίασε υψηλόβαθμος παράγοντας του υπουργείου “υπήρξε σαφέστατη πρόοδος και διεφάνη η δυνατότητα για μια καλή συμφωνία στα εργασιακά” ενώ παράλληλα προχώρησε σε σειρά επαφών με εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το ίδιο θέμα.
Ο άλλος επικοινωνιακός πυλώνας της κυβέρνησης, η “Εθνική Συμφωνία των Κοινωνικών Εταίρων”, φαίνεται πλέον να καταρρέει, αφού ο ΣΕΒ έχει αυτονομηθεί και ταυτιστεί πλήρως με τις αντεργατικές προτάσεις των δανειστών, διαβλέποντας νέα πεδία κερδοφορίας από την επιχειρούμενη ξεθεμελίωση των εργασιακών σχέσεων και του χτυπήματος της συνδικαλιστικής δράσης. Ενδεικτικές ήταν και οι τελευταίες δηλώσεις του προέδρου του ΣΕΒ από το βήμα του Ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου:“Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η δημιουργία πλούτου και όχι η διανομή του...Στην κατάσταση που είμαστε σήμερα τα χρειαζόμαστε όλα: και ελάφρυνση του χρέους και το QE και τα αυξημένα κρατικά έσοδα και τη μείωση δαπανών του κράτους και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις”, (σ.σ. ανατροπή εργασιακών σχέσεων).
Ενδεικτικό τού πώς οραματίζεται η υπουργός Εργασίας την επαναφορά στην “κανονικότητα” των εργασιακών σχέσεων, είναι η τροπολογία που κατέθεσε και ψήφισε μόλις την περασμένη βδομάδα για την απελευθέρωση των “δουλεμπορικών γραφείων”, μιας από τις πιο επαίσχυντες μορφές απασχόλησης, η οποία βέβαια και αυτή χωράει πολύ άνετα μέσα στο “ευρωπαϊκό κεκτημένο”.
Η μη επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στο πρόσφατο Γιούρογκρουπ για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης διατήρησε ανοιχτή τη διαπραγμάτευση για το σύνολο των εργασιακών ζητημάτων. Ήδη αναμένονται εκ νέου τα κλιμάκια του κουαρτέτου για νέες συναντήσεις με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.
Ενδεικτικές πάντως για τις προθέσεις της κυβέρνησης σε αυτόν το νέο γύρο διαπραγματεύσεων είναι οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας Χουλιαράκη, στην Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στις Βρυξέλλες, μία μέρα μετά το Γιούρογκρουπ, ότι “βούληση της ελληνικής κυβέρνησης είναι να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό, ει δυνατόν πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων”.
Σχετικά με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, ανέφερε ότι “τα επίμαχα σημεία είναι το πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, το νέο πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο συνδικαλιστικός νόμος”, ενώ όσον αφορά τον κατώτατο μισθό σημείωσε ότι η “κυβέρνηση δεν θέλει να αλλάξει τη μεταρρύθμιση του 2012, αλλά να τη διορθώσει”. Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ανέφερε ότι “η ελληνική πρόταση αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για ένα δίκαιο συμβιβασμό, στο πλαίσιο των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών και του διεθνούς οργανισμού εργασίας (ILO)”.
Από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει ότι η  διαπραγμάτευση δεν γίνεται στο κενό αφού οριοθετείται από τις προηγούμενες μνημονιακές αλλαγές, με την κυβέρνηση να τις έχει σαν βάση εκκίνησης. Δηλαδή ακόμα και κανένα νέο αντεργατικό μέτρο να μην έφερνε η τρέχουσα αξιολόγηση, οι εργοδότες με το ισχυρό νομικό οπλοστάσιο που έχουν στα χέρια τους, το οποίο παραμένει αλώβητο και ενισχύεται, μπορούν να κλιμακώσουν την επίθεση στους χώρους δουλειάς, μειώνοντας μισθούς, αφαιρώντας δικαιώματα και απολύοντας κατά το δοκούν.
Ενδεικτικά, η λειτουργία όλα τα προηγούμενα χρόνια του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τις συλλογικές συμβάσεις, οδήγησε σε μείωση κατά 26,3% το μέσο μισθό στο σύνολο της οικονομίας την πενταετία 2009 - 2014, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης.
 Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καλύπτουν μόλις το 10% των μισθωτών, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία ουσιαστικά έχει οδηγηθεί σε ατομικές συμβάσεις. Έτσι, δεκαπλασιάστηκαν σχεδόν οι επιχειρησιακές συμβάσεις των «ενώσεων προσώπων», από 130 το 2012 στις 1.300 σήμερα, με το 80% να οδηγούν σε μεγάλες μειώσεις μισθών.
Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στο ζήτημα των ομαδικών απολύσεων. Με τους νόμους που ψηφίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια, μαζί με την αύξηση του ποσοστού επί του αριθμού των εργαζομένων, δόθηκαν και πρόσθετες διευκολύνσεις στους εργοδότες, καθιστώντας ακόμα πιο φθηνές γι’ αυτούς τις απολύσεις.
Συγκεκριμένα, με το νόμο 4393/2012: Μειώθηκε το ποσό της αποζημίωσης απόλυσης των μισθωτών υπαλλήλων. Περιορίστηκε το χρονικό διάστημα προειδοποίησης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. Αυξήθηκε η δυνατότητα καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες (από 2 που ίσχυε), χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης για τον εργαζόμενο.
Η πολυθρύλητη επαναφορά στην ευρωπαϊκή “κανονικότητα” των εργασιακών σχέσεων, σε καμία περίπτωση δεν έχει σκοπό να αναιρέσει το προηγούμενο αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο, αλλά αντίθετα έχει σκοπό να παγιώσει την εργασιακή ζούγκλα και να βαθύνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.