Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΕΩΝ ΚΡΥΒΕΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ

18turkeyΗ ελληνική ολιγαρχία στη γραμμή των “διευθετήσεων” και της συνεκμετάλλευσης” υπό την εποπτεία ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ

Η πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία Μητσοτάκη-Ερντογάν παρουσιάστηκε σαν «ένα πρώτο βήμα» αποκλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όμως ουσιαστικά, αποκαλύπτει την αλλοπρόσαλλη και πανικόβλητη στάση της ελληνικής κυβέρνησης μπροστά στις κλιμακούμενες απειλητικές δηλώσεις των Τούρκων ιθυνόντων και τις προκλητικές τουρκικές παραβιάσεις και παραβάσεις σε Κύπρο, Θράκη και Αιγαίο. Εντάσσεται στα πλαίσια των μεθοδεύσεων για επώδυνο συμβιβασμό για τη συνδιαχείριση του Αιγαίου στα χνάρια του κυπριακού, με τους ιμπεριαλιστές να διαγκωνίζονται για την ενίσχυση της γεωστρατηγικής επιρροής τους μπλέκοντας τους λαούς της περιοχής στους επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς τους.
Το τηλεφωνικό ραντεβού προετοιμαζόταν από και καιρό. Αυτό επιβεβαιώνουν οι αποκαλύψεις, στις αρχές Μάρτη, του Βούλγαρου πρωθυπουργού, Μπορίσοφ, για την αποτυχία (τότε) των προσπαθειών του να οργανώσει μια τριμερή (Βουλγαρίας, Τουρκίας, Ελλάδας) διπλωματική συνάντηση κορυφής στη Σόφια για την εκτόνωση της προσφυγικής έντασης στον Έβρο.
Αυτό επιβεβαιώνουν ιδιαίτερα οι παρεμβάσεις και οι χειρισμοί της Μέρκελ, καθώς μάλιστα από την 1η Ιουλίου η Γερμανία ανέλαβε την Προεδρία της ΕΕ
.
Για το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Τούρκο πρόεδρο, το Μέγαρο Μαξίμου περιορίστηκε να αναφέρει ότι: «Οι δύο ηγέτες συζήτησαν για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού και τις προσπάθειες αντιμετώπισής τους, καθώς και για ζητήματα που συνδέονται με το άνοιγμα των συνόρων και την αποκατάσταση των τουριστικών ροών. Ακόμη, ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Ερντογάν συμφώνησαν να διατηρήσουν ανοικτούς τους διμερείς διαύλους επικοινωνίας».
Κομβικό ρόλο στην προσπάθεια αποκατάστασης των διαύλων επικοινωνίας έχει παίξει η Μέρκελ, καθώς η Γερμανία διατηρεί καλές σχέσεις με την Άγκυρα, επιδιώκοντας να καλύψει και τα κενά που δημιουργούν οι αμερικανοτουρκικές τριβές, σε μια περίοδο που αναλαμβάνει και την προεδρία της ΕΕ. Ρόλο έπαιξε και ο αμερικανικός παράγοντας. Ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών χαιρέτισε την επικοινωνία Μητσοτάκη-Ερντογάν, αφού «οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η Ελλάδα και η Τουρκία είναι δύο συμμαχικές χώρες στο ΝΑΤΟ που έχουν κοινό συμφέρον να διατηρούν ανοιχτό το διάλογο για τη συνεργασία και την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θεωρεί ότι η συγκεκριμένη στάση ενισχύει τη συμμαχία του ΝΑΤΟ».
Την ίδια ώρα στην Κύπρο, ο Αναστασιάδης δήλωνε στην τηλεόραση του ΡΙΚ: «Εάν θεωρήσουμε ότι μπορούμε στρατιωτικά να δώσουμε μάλλον λύση μέσα από την στρατικοποίηση, αυτό θα είναι το τέλος του Κυπριακού Ελληνισμού, κάτι που δεν το επιθυμώ. Και δεν είναι μια νότα απαισιοδοξίας ή παράδοσης, το αντίθετο. Οφείλεις να γνωρίζεις τις πραγματικότητες για να επιλέγεις τα όπλα».
Από την περίοδο των Ιμίων και τις συμφωνίες Μαδρίτης και Ελσίνκι η ελληνική ολιγαρχία προετοιμάζει το έδαφος διαπραγμάτευσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Διαχρονικά οι ντόπιες κυβερνήσεις προσπαθούν να κατευνάσουν την επιθετικότητα της Άγκυρας με μια πολιτική ενδοτισμού και υποχωρήσεων, αποφεύγοντας να επεκτείνουν τα χωρικά ύδατα από τα 6 στα 12 μίλια ακόμη και σε περιοχές που δεν υπάρχουν θαλάσσια σύνορα με την Τουρκία ή καθυστερημένα ανακηρύσσουν την ελληνοιταλική AOZ με σοβαρές υποχωρήσεις προς την Ιταλία, που οδηγούν σε νέα αδιέξοδα και ανοίγουν την όρεξη της Άγκυρας. Ταυτόχρονα, για να εξισορροπήσουν τις πιέ­σεις και τους εκβιασμούς, προωθούν την αμερικανόπνευστη «στρατηγική συμμαχία» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δίχως αντίκρισμα, όπως δείχνουν οι τελευταίες κυβερνητικές επισκέψεις σε Ισραήλ και Κάιρο, εμπλέκοντας όμως με τυχοδιωκτικό τρόπο τη χώρα μας στη φιλοπόλεμη πολιτική των ΗΠΑ και του ισραηλινού σιωνισμού και θέτοντας σε μεγάλους κινδύνους το λαό μας.
Σ’ αυτό το μοτίβο πυκνώνουν οι προτροπές για συνδιαλλαγή από «επίσημα» χείλη στη γραμμή Κοτζιά να μην «είμαστε μοναχοφάηδες». Ο πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου Εξωτερικών και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών επί Σημίτη, Χρ. Ροζάκης, αναφέρει σε συνέντευξη ότι «έχουμε αναπτύξει μια σειρά μαξιμαλιστικών θέσεων» που είναι διαπραγματεύσιμες όπως για το Καστελλόριζο που είναι «μακριά από τη Ρόδο, αλλά είναι κοντά στις ακτές της Τουρκίας».
Στην ίδια ενδοτική κατεύθυνση και η αναφορά στο «Έθνος» του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του πρωθυπουργού, Διακόπουλου, ο οποίος με ωμότητα εκτίμησε ότι «στην Ελλάδα, ιστορικά και κοινωνικά δεν είναι εμπεδωμένη η νοοτροπία του συμβιβασμού και της συναίνεσης, ειδικά σε θέματα που προσεγγίζουμε με συναίσθημα και όχι με λογική», και ότι αυτό το έχουμε πληρώσει «στις διεθνείς μας σχέσεις με χαμένες ευκαιρίες για επωφελείς συμβιβασμούς σε εθνικά θέματα» (φωτογραφίζοντας την ηχηρή απόρριψη του σχέδιου Ανάν) ενώ, όπως είπε, «η κουλτούρα του Διεθνούς Δικαίου είναι μια κουλτούρα συμβιβασμού».
Στον αντίποδα, σε μια δημόσια διαφοροποίηση από τη γραμμή Μητσοτάκη τάχθηκε σε συνέντευξή του στα «Νέα Σαββατοκύριακο» ο Σαμαράς επισημαίνοντας ότι «με “πειρατές” δεν διαπραγματεύεται κανείς». Δεν παρέλειψε να εκθειάσει τους εθνικιστικούς λεονταρισμούς του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Φλώρου, που δήλωσε ότι «όποιος πατήσει τα πόδια του σε ελληνικό έδαφος, πρώτα θα τον κάψουμε και μετά θα ρωτήσουμε ποιος είναι». Ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι «τέτοιες δηλώσεις ενισχύουν την αξιοπιστία της ελληνικής αποτροπής».
Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα επιδιώκει να σύρει την Αθήνα σε παραχωρήσεις χρησιμοποιώντας σαν αποτελεσματικό διαπραγματευτικό άσο την πολεμική απειλή.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Τσαβούσογλου, σε συνέντευξή του επισήμανε: «Από τότε που (ο Μητσοτάκης) ανέλαβε την εξουσία, του πρότεινε ο Πρόεδρος Ερντογάν συνεργασία στη Μεσόγειο. Μπορούμε να λύσουμε τα υπάρχοντα προβλήματα με τα χωρικά ύδατα στο Αιγαίο. Ο Ερντογάν ήθελε διάλογο, αλλά η Αθήνα δεν ήταν διατεθειμένη…».
Στη συνέχεια τη σκυτάλη πήρε ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ, Ακσόι, και διευκρινίζοντας τους όρους του «διαλόγου» κάλεσε την Ελλάδα και την «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση Νότιας Κύπρου» «να ξυπνήσουν από το όνειρο ότι η “φυλάκιση” της Τουρκίας στις ακτές της συνάδει με το διεθνές δίκαιο» και συμβούλευσε τους Έλληνες «αντί να επιλύουν τα προβλήματά τους καταγγέλλοντάς μας και ελπίζοντας ότι θα παλέψουν άλλοι για εκείνους, καλό θα ήταν να προσπαθήσουν να τα λύσουν συζητώντας μαζί μας. Αυτό επιβάλλουν το διεθνές δίκαιο και η καλή γειτονία».
Ενώ ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Ακάρ, συμπλήρωσε τελεσιγραφικά τον κατάλογο των τουρκικών απαιτήσεων: «Τους ζητάμε να αποστρατικοποιήσουν τα νησιά. Τους λέμε, εξαλείψτε τη διαφορά του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων. Έχουν διαφορετικό εναέριο χώρο και διαφορετικά χωρικά ύδατα», ενώ ο εκπρόσωπος του Ερντογάν, Καλίν, επιμένει απειλητικά στο θέμα των γεωτρήσεων: «Δεν υποχωρούμε αλλά δεν έχουμε καμία επιθυμία και θέληση να συγκρουστούμε ή να κλιμακώσουμε την ένταση. Όμως αν προχωρήσουν σε απειλές και εκβιασμούς, τότε θα λάβουν την απάντηση που χρειάζονται».