Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Η κυβέρνηση ετοιμάζει νέα αντιασφαλιστική επίθεση

syntaxiouxoi1Η αντιασφαλιστική επίθεση ως συνέχεια και κλιμάκωση της επίθεσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’90

Η επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων δεν είναι κάτι καινούριο, ούτε ξεκίνησε με τα μνημόνια τα τελευταία δέκα χρόνια. Μετρά ως σήμερα την 3η δεκαετία της. Πρόκειται το δίχως άλλο για μια σχεδιασμένη μακροπρόθεσμη πολιτική, η οποία μέσα από νόμους-λαιμητόμους, όπου ο ένας έρχονταν ως συνέχεια του προηγούμενου, κατάφεραν να αποδομήσουν σταδιακά τον θεσμό της Κοινωνικής Ασφάλισης. Στην τελευταία δεκαετία, με όχημα την κρίση και τα μνημόνια, η αποδόμηση κλιμακώθηκε δραματικά.
Η δεκαετία του 1990 υπήρξε μια δεκαετία ριζικών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις και στην κοινωνική πολιτική των κρατών της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σε αυτό χωρίς αμφιβολία συνέβαλαν αποφασιστικά γεγονότα, όπως η κατάρρευση των ψευδο-σοσιαλιστικών συστημάτων, η οποία είχε συνέπεια και την οπισθοχώρηση πλήθους εργασιακών δικαιωμάτων που στο μεταξύ είχαν κατακτηθεί.
Επιπλέον η νεο-φιλελεύθερη πολιτική που από την προηγούμενη δεκαετία εγκαινιάσθηκε με τη Θάτσερ στη Βρετανία και τον Ρήγκαν στις ΗΠΑ, αποτέλεσε το πρότυπο που ακολουθήθηκε σε όλη την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο πλήθος Οδηγιών και Εκθέσεων (Μάαστριχτ 1991, Λευκή Βίβλος 1993, Συνθήκη του Άμστερνταμ 1997, Πράσινη Βίβλος για τη Σύμπραξη και για μια νέα οργάνωση της Εργασίας 1997, Σύνοδος του Λουξεμβούργου 1998, Σύνοδος της Λισσαβόνας 2000) έχουν σαν στόχο επί της ουσίας να πλήξουν τις σχέσεις εργασίας των εργαζομένων, τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Οι όροι ευελιξία, ανταγωνιστικότητα, απασχόληση θεοποιούνται και αποτελούν σημείο αναφοράς αλλά και το κατεξοχήν επιχείρημα προκειμένου να επενδύσουν τις νέες κατευθυντήριες γραμμές που χαράζει η ΕΕ, ενώ παράλληλα αποτελούν το βωμό στον οποίο θα θυσιαστούν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
★★★

Επιχειρώντας μια σύντομη αναδρομή στους αντι-ασφαλιστικούς νόμους των δεκαετιών του ’90 έως και του 2000, διαπιστώνουμε ότι κάθε φορά που η κυβέρνηση της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ προετοίμαζε την ψήφιση ενός τέτοιου νόμου, ακολουθούσε την ίδια τακτική, η οποία βέβαια παραμένει απαράλλακτη έως σήμερα. Μιλούσαν για «κρίση του ασφαλιστικού», που θα λυνόταν, τάχα, «για πολλά χρόνια» αν ψηφίζονταν τα αντιασφαλιστικά τους μέτρα. Παράλληλα την επιχειρηματολογία τους ερχόταν να ενισχύσει κάποια επιτροπή «σοφών» και «ειδικών», που είχε από τους ίδιους διοριστεί για να μιλήσει για την αναγκαιότητα των μέτρων που ήδη δρομολογούνταν. Αμέσως μόλις περνούσε ένας νόμος, που -υποτίθεται- αντιμετώπιζε σε «βάθος χρόνου», το ασφαλιστικό, μετά από λίγο επανερχόταν το τροπάρι της «βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος», για να προετοιμάσει τον επόμενο αντι-ασφαλιστικό νόμο. Είναι χαρακτηριστικό πως η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου με τον νόμο που επέβαλε το 1ο μνημόνιο, διαβεβαίωνε ότι το ασφαλιστικό επιλύεται και καθίσταται βιώσιμο τουλάχιστον μέχρι το 2060! Τώρα, ο για άλλη μια φορά «μεταρρυθμιστής» του Ασφαλιστικού Συστήματος υπουργός Εργασίας Βρούτσης, διαβεβαιώνει ότι με τις ρυθμίσεις του το Ασφαλιστικό θα είναι βιώσιμο τουλάχιστον μέχρι το 2070!
Στα 30 αυτά χρόνια που η Κοινωνική Ασφάλιση μαστίζεται από σειρά νόμων που ο καθένας έρχεται να ξεθεμελιώσει ολοένα και περισσότερα δικαιώματα, μέγα σκάνδαλο αποτελεί το δίχως άλλο και η λεηλασία των αποθεματικών των Ταμείων. Ένα οικονομικό έγκλημα που διαπράχθηκε επί σειρά ετών από τις τράπεζες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες και το αστικό κράτος μέσα από τη δέσμευση των αποθεματικών, χωρίς τόκο ή με μηδαμινό τόκο για να διοχετευτούν σαν φτηνά δάνεια ή θαλασσοδάνεια σε επιχειρηματικές και τραπεζικές δραστηριότητες και σε τρύπες του κρατικού προϋπολογισμού. Με τον τρόπο αυτό χάθηκαν δισ. ευρώ από την ασφαλιστική περιουσία των εργαζομένων, από τη δεκαετία του ’50, τα οποία βέβαια οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αρνήθηκαν να επιτρέψουν. Επίσης χάσιμο δισ. ευρώ από τα ασφαλιστικά ταμεία επιτελέστηκε την τριετία 1999-2002, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όπου τα ταμεία «επένδυσαν» σημαντικά αποθεματικά τους στη διαβόητη φούσκα του Χρηματιστηρίου. Ακολούθησε η κυβέρνηση της ΝΔ και το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων, κατά το οποίο τα Ταμεία έχασαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Ενώ στην περίοδο των μνημονίων υπέστησαν επαναλαμβανόμενα κουρέματα τύπου PSI, χάνοντας για άλλη μια φορά το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους. Μόνο στο περιβόητο PSI, στο κούρεμα του ελληνικού χρέους που έγινε το Μάρτιο του 2012, οι μεγάλοι χαμένοι ήταν τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς οι απώλειές τους ξεπέρασαν τα 12 δισ. ευρώ.
Για όλα αυτά βέβαια οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΝΔ ακόμα και ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως αντιπολίτευση κάτι ψέλλιζε, σκανδαλωδώς αποσιώπησαν και έθαψαν. Επιπλέον, τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων, διαχρονικά αντιμετώπιζαν την υποχρηματοδότηση του κράτους, σε σημείο όπου οι οφειλές μόνο προς το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, το μεγαλύτερο ταμείο, να φτάνουν στα πολλά δισ. ευρώ. Παράλληλα, αρνητικά κατά κάτι δισ. ευρώ στα οικονομικά των ταμείων λειτουργούσε φυσικά η εκτεταμένη και συνεχής εισφοροδιαφυγή των εργοδοτών, όπως φυσικά και η επαναλαμβανόμενη εισφορο-απαλλαγή των εργοδοτών, είτε με το πρόσχημα των «κινήτρων» για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, είτε μέσω χαριστικών ρυθμίσεων των οφειλών τους.
Κράτος και εργοδότες διαχρονικά αντιμετωπίζουν τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων ως ένα βαρίδι από το οποίο προσπαθούν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν. Ενώ οι εργαζόμενοι με συνέπεια καταθέτουν σε όλη τη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους τις εισφορές τους, το κράτος που διαχειρίζεται τα αποθεματικά των ταμείων καθορίζει μονομερώς κάθε φορά τις συντάξεις με κριτήρια που καθορίζονται με άλλους όρους απ’ αυτούς που υποτίθεται θα έπρεπε να καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες αλλά και τις εισφορές των εργαζομένων. Η λεηλασία των αποθεματικών των ταμείων, η διαρκής μείωση των ασφαλιστικών παροχών είναι αντιστρόφως ανάλογη με την αύξηση των εισφορών των εργαζομένων. Το βασικό πλαίσιο της ασφαλιστικής και συνταξιοδοτικής πολιτικής των κυβερνήσεων αλλά και γενικότερα του καπιταλιστικού συστήματος, τις τελευταίες δεκαετίες, στηρίζεται στην αρχή της διαρκούς μείωσης των παροχών προς τους συνταξιούχους. Με κύριο γνώμονα την αύξηση του καπιταλιστικού κέρδους μειώνονται οι εισφορές των εργοδοτών, ελαστικοποιούνται οι εργασιακές σχέσεις, αυξάνει η ανασφάλιστη εργασία με οδυνηρές συνέπειες στα δικαιώματα εργαζομένων και συνταξιούχων.
Σε συνθήκες όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, σαν αυτή που βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε απ’ το 2010, λόγω της δραματικής διόγκωσης της ανεργίας, της εξάπλωσης της προσωρινής απασχόλησης κλπ, το χτύπημα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων γίνεται ακόμα πιο άγριο, με λεηλασία των συντάξεων και με κατάργηση βασικών άλλων ασφαλιστικών δικαιωμάτων που αφορούν κατά κύριο λόγο τον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Όπως αναγκάζονται να ομολογήσουν ακόμη και κυβερνητικά στελέχη των τριών κομμάτων που κατείχαν εξουσία, στα χρόνια της κρίσης μειώθηκε δραματικά το κόστος της δημόσιας δαπάνης για την υγεία σε ποσοστό που ξεπερνάει το 45%. Ωστόσο, αποκρύπτουν το γεγονός ότι αυξήθηκε επίσης κατακόρυφα η αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης, δηλαδή τα χρήματα που πληρώνουν εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, τόσο εξαιτίας της αύξησης της συμμετοχής των ασφαλισμένων (ο ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε συμμετοχή 6% στους συνταξιούχους), όσο και απ’ το γεγονός ότι μία πληθώρα φαρμάκων και εξετάσεων έπαψε πλέον να παρέχεται απ’ το δημόσιο σύστημα υγείας.
Οι αντι-ασφαλιστικοί νόμοι των τελευταίων 30 ετών

Μια σύντομη ματιά στους αντι-ασφαλιστικούς νόμους της τελευταίας 30ετίας αρκεί να διαπιστώσουμε τον ενιαίο χαρακτήρα της επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, αφού κάθε νόμος ερχόταν να πατήσει στον προηγούμενο με σκοπό τον εκφυλισμό του θεσμού της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαμε το πρώτο χτύπημα στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Το 1992 ο νόμος Σιούφα, επί κυβέρνησης ΝΔ. Με αυτόν αυξήθηκαν για τους νεοεισερχόμενους στην εργασία τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη για άνδρες και γυναίκες, μειώθηκαν οι συντάξεις μέσω της μείωσης των ποσοστών αναπλήρωσης. Ταυτόχρονα, επιβλήθηκε δραστική μείωση στα κατώτερα όρια συντάξεων, τα οποία αποσυνδέθηκαν από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη. Το μέτρο αυτό οδήγησε στην κατάρρευση των κατώτερων συντάξεων. Ως μερική όσο και πενιχρή υποκατάσταση της μεγάλης μείωσης του κατώτερου μισθού (που δίνονταν με μεταβαλλόμενα εισδηματικά κριτήρια σε περιορισμένο αριθμό συνταξιούχων) θεσπίστηκε το 1996 το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ), που καταργήθηκε οριστικά με το νόμο Κατρούγκαλου.
Δέκα χρόνια μετά έρχεται ο επόμενος. Το 2002 ο νόμος Ρέππα, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και μάλιστα αφού προηγουμένως (2001), είχε αποτύχει η κυβέρνηση να ψηφίσει τον νόμο Γιαννίτση, λόγω των μεγαλειωδών κινητοποιήσεων των εργαζομένων, που έβαλαν φραγμό στα σχέδιά της. Ο νόμος Ρέππα, με το απαραίτητο ρετουσάρισμα προκειμένου να αποφύγει αντίστοιχες αντιδράσεις, επέφερε νέα αύξηση των ορίων ηλικίας, νέα μείωση των συντάξεων, ενώ θα θεσμοθετήσει για πρώτη φορά και τα Επαγγελματικά Ταμεία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως το νομοσχέδιο Γιαννίτση ακόμη μνημονεύεται από τους βιομηχάνους. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Βιομηχάνων (ΙΟΒΕ), αυτό ήταν η πρώτη «δομική μεταρρύθμιση». Όσα προέβλεπε αποτέλεσαν οδηγό για την ενιαία κλιμάκωση της επίθεσης από όλες τις κυβερνήσεις ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ από το 2010 μέχρι σήμερα καθώς ακόμα και σήμερα οι αντίπαλοι της δημόσιας Κοινωνικής Ασ­φάλισης την εμφανίζουν ως «χαμένη ευκαιρία», που αν είχε εφαρμοστεί δήθεν θα «έσωζε τις συντάξεις».
Στη συνέχεια, επί κυβέρνησης ΝΔ έρχεται το 2008 ο νόμος Πετραλιά, ο οποίος μεταξύ άλλων, με σαρωτικές ενοποιήσεις σε όλα τα Ταμεία όπως ήταν αναμενόμενο, θα συρρικνώσει παροχές και συντάξεις και θα καταργήσει σταδιακά το καθεστώς συνταξιοδότησης των εργαζόμενων μητέρων, αυξάνοντας μέχρι και 15 χρόνια την ηλικία συνταξιοδότησής τους.
Για να ακολουθήσει από το 2010 και μετά, ένα μπαράζ αντεργατικών αντιλαϊκών μέτρων και βέβαια αντι-ασφαλιστικών νόμων. Είναι χαρακτηριστικό ότι με τις «μεταρρυθμίσεις» τις οποίες επέβαλαν τα τρία μνημόνια, οι απώλειες για συνταξιούχους και Ασφαλιστικά Ταμεία έφτασαν τα 100 δισ. ευρώ (108 δισ. ευρώ μαζί με τον υπολογισμό και της προσωπικής διαφοράς). Ένα θηριώδες ποσό που ισοδυναμεί με το ύψος δύο κρατικών προϋπολογισμών της Ελλάδας! Συνολικά οι νόμοι που ψηφίστηκαν με τα μνημόνια, μείωσαν πάνω από 40% τις συντάξεις, έκοψαν τα δώρα και το επίδομα άδειας και διέλυσαν τις επικουρικές συντάξεις. Σε όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές για την υγεία, τις αυξήσεις στα φάρμακα και τις ιατρικές εξετάσεις.
Το 2010 με την 1η μνημονιακή κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, η αντι-ασφαλιστική μεταρρύθμιση Λοβέρδου – Κουτρουμάνη, ενταγμένη σε ένα πολυνομοσχέδιο-σκούπα που αφορούσε όλα τα σκληρά αντεργατικά μέτρα του 1ου μνημονίου, επέβαλε σωρεία αντιασφαλιστικών διατάξεων. Ανάμεσα σε αυτά η αντικατάσταση της 13ης και 14ης σύνταξης με επίδομα 800 ευρώ για συντάξεις ως 2500 ευρώ. Το συνολικό κόστος των περικοπών των συντάξεων και Δώρων για τους συνταξιούχους ανήλθε περίπου στα 20 δισ.
Το 2012, με κυβέρνηση Σαμαρά, επιβλήθηκαν οι δύο αντιασφαλιστικοί νόμοι Βρούτση. Ειδικότερα ο δεύτερος υπήρξε βασικός εφαρμοστικός νόμος του 2ου μνημονίου, που επέφερε τις μεγαλύτερες και ευρύτερες περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, καθώς και οριστική κατάργηση των τριών Δώρων-επιδομάτων – 13ης και 14ης σύνταξης.
Το συνολικό κόστος των περικοπών Βρούτση, της δεύτερης αυτής «μεταρρύθμισης», ξεπέρασε τα 35 δισ. ευρώ. Αν σε αυτά αθροίσουμε και τις απώλειες από το «κούρεμα» των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων, που άγγιξε περίπου τα 26 δισ. ευρώ, το κόστος φτάνει στο ιλιγγιώδες ποσό των 60 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε δύο αντι-ασφαλιστικούς νόμους το 2015 και το 2016 – ο γνωστός νόμος Κατρούγκαλου. Ο τελευταίος αποτελεί τη συμπύκνωση και κορύφωση όλων των προηγούμενων ανατροπών, τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα απογειωθούν στα 67 έτη, η κύρια σύνταξη θα διαχωριστεί σε «εθνική» και «ανταποδοτική», το ύψος των συντάξεων θα μειωθεί δραστικά, τα 40 χρόνια εργασίας για το δικαίωμα στην πλήρη σύνταξη θα μονιμοποιηθούν, ενώ θα περικοπεί παραπέρα και η κρατική χρηματοδότηση, η οποία πλέον θα περιοριστεί μόνο στην «εθνική σύνταξη».
Ο νόμος επαναπροσδιόρισε τον υπολογισμό των συντάξεων οδηγώντας τους συνταξιούχους μετά το Μάη του 2016 σε μειώσεις που άγγιζαν ακόμα και το 30%. Επίσης για τους παλιούς ασφαλισμένους, δηλαδή αυτούς που είχαν βγει στη σύνταξη πριν το 2016 με τον επαναπροσδιορισμό των συντάξεων δημιούργησε την λεγόμενη προσωπική διαφορά, η οποία με την πάροδο των χρόνων θα περικόπτονταν έτσι ώστε νέοι και παλιοί συνταξιούχοι να έχουν τις ίδιες αποδοχές.
Το συνολικό κόστος παρεμβάσεων – περικοπών του νόμου ανήλθε έως τα τέλη του 2019 σε 16 δισ. ευρώ και μέχρι το 2022 θα φτάσει στα 24 δισ. ευρώ, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ διατηρεί τις βασικές ρυθμίσεις του νόμου.
Ο νόμος έφτασε να κριθεί στο ΣτΕ στο τέλος του 2019. Οι αποφάσεις του αμφισβήτησαν κάποιες δευτερεύουσες παραμέτρους του, εντούτοις αποδέχονται και νομιμοποιούν όλο τον πυρήνα του, όλες δηλαδή τις ανατροπές σε βάρος συνταξιούχων και ασφαλισμένων που ενσωμάτωνε ο νόμος. Έτσι λοιπόν, ακριβώς όπως συνέβαινε με προηγούμενες αποφάσεις δικαστηρίων, και αυτές δεν αναιρούν τις δραματικές περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις στους «παλιούς» συνταξιούχους, την αφαίρεση της 13ης και 14ης σύνταξης, την αύξηση των ορίων ηλικίας στα 67 έτη, την αύξηση από τα 35 στα 40 και στα 42 χρόνια εργασίας για το δικαίωμα στην πλήρη σύνταξη, τη μεγάλη μείωση των νέων συντάξεων μετά το Μάη του 2016 κλπ. Τέλος να τονίσουμε ότι το ΣτΕ απέρριψε τις προσφυγές όσων διεκδικούσαν αναδρομικά απ’ την κατάργησή του και δικαίωσε μόνο κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις που αφορούν μεγάλες επικουρικές συντάξεις πάνω από 1300 ευρώ, που όμως έπαιρναν κατά βάση δικαστικοί και ακραίες περιπτώσεις στελεχών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Άλλη μια απόδειξη πως οι δικαστικές αποφάσεις δεν αποτελούν λύση στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Γεγονός το οποίο έχει σαφώς τη σημασία του, προκειμένου να οδηγήσει σε σωστά συμπεράσματα, καθώς επιβεβαιώνει τη στάση μας απέναντι σε μια από τις πιο προσφιλείς προτάσεις των εκπρόσωπων του κυβερνητικού συνδικαλισμού. Στις μέρες ειδικά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, καλλιεργήθηκε ιδιαιτέρως αυτή η πρακτική με την ενθάρρυνση μάλιστα και κυβερνητικών παραγόντων.
Θα πρέπει ωστόσο να γίνει συνείδηση στους εργαζόμενους πως η διεκδίκηση του όποιου αιτήματος γίνεται πρώτα και κύρια μέσα από τη μαζική οργανωμένη πάλη και όχι με το να σύρονται σε δικαστικούς αγώνες από τους οποίους προφανώς ωφελούνται μόνο οι δικηγόροι, ενώ ταυτόχρονα η αστική δικαιοσύνη έχει δείξει πάμπολλες φορές πόσο «τυφλή» δεν είναι.