Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ (Άρθρο απ' την εφημερίδα ΛΑΪΚΟΣ ΣΔΡΟΜΟΣ) ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Για την ελληνοτουρκική διαμάχη στο Αιγαίο και τους παράγοντες που τη διαιωνίζουν και την οξύνουν

Οι πολιτικές των κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, που κινούνται μέσα σ’ ένα πλαίσιο ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων, διαποτίζονται από την υποτέλεια, τον εθνικισμό, από την καλλιέργεια εχθρότητας και αντιπαλότητας ανάμεσα στον ελληνικό και τούρκικο λαό και εκφράζουν τα αντιδραστικά και ανταγωνιστικά συμφέροντα των κυρίαρχων αστικών τάξεων των δύο χωρών, στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, στην υπόθεση της ειρηνικής και φιλικής συμβίωσής τους.
 Το λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στέκεται απέναντί τους με θέσεις που παλεύουν ενάντια στην ιμπεριαλιστική ανάμιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενάντια στις πολιτικές της εθνικής υποτέλειας και των αντιδραστικών εθνικισμών, ενάντια στον επεκτατισμό της αστικής τάξης της Τουρκίας και τις αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενάντια στις παραβιάσεις των συνόρων των δύο χωρών και την απειλή πολέμου από όποια πλευρά και αν γίνει, ενάντια στους τυχοδιωκτικούς φιλοαμερικάνικους “αντιτούρκικους άξονες”.

***
Οι πυκνές -συχνά απειλητικές- δηλώσεις της κυβέρνησης της Τουρκίας για ζητήματα του καθεστώτος κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, οι συνεχιζόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τούρκικα αεροπλάνα, η πρόσφατη ανακοίνωση για υποβρύχιες ασκήσεις της Τουρκίας σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας, οι παρεμβάσεις και η κινητοποίηση πολεμικών σκαφών της Τουρκίας στην ΑΟΖ Κύπρου με αφορμή τις έρευνες για υδρογονάνθρακες που γίνονται εκεί, οι εθνικιστικές φωνές, όπως του συνεταίρου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, Π. Καμμένου, που ακούγονται κατά διαστήματα από την ελληνική πλευρά, οι δηλώσεις του τέως υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, την ώρα που παραιτούνταν από τη θέση του, για “έτοιμα προεδρικά διατάγματα κλιμακωτής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης” της Ελλάδας και η επίσημη απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας πως “η ανακοίνωση της Μεγάλης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιουνίου 1995 περιέχει τη δέουσα πολιτική προειδοποίηση και εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα” (ανακοίνωση πως η άσκηση από την Ελλάδα του δικαιώματός της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 μίλια, θα αποτελέσει αιτία για την εξαπόλυση πολέμου από την Τουρκία ενάντια στην Ελλάδα) δείχνουν τη συνεχιζόμενη ένταση που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Οι ελληνοτουρκικές εξελίξεις διαμορφώνονται μέσα σε ένα σύνθετο σκηνικό που καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ανάμιξη του ιμπεριαλιστικού παράγοντα, από τις επιδιώξεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των αστικών κρατών της περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, από τις πολιτικές που ασκούν οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας, από τη δράση αντιδραστικών και εθνικιστικών δυνάμεων που ενεργοποιούνται και χρησιμοποιούνται στις εξελίξεις σαν εξαρτήματα των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των βλέψεων των ντόπιων κυρίαρχων τάξεων, αλλά και από την εξασθένηση του λαϊκού αντιιμπεριαλιστικού - αντιπολεμικού κινήματος που θα μπορούσε, αν ήταν ισχυρό, να επηρεάσει τις εξελίξεις σε μια θετική κατεύθυνση φιλειρηνικής και φιλικής συνύπαρξης των λαών και των χωρών της περιοχής μας.
Η αντιπαράθεση Τουρκίας- Ελλάδας κινείται μέσα σ’ αυτές τις βασικές συντεταγμένες και χρωματίζεται, στην περίοδο που διανύουμε, από τις ιδιαίτερες εκφράσεις που έχει πάρει ο ανταγωνισμός των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο τόξο Βόρεια Αφρική-Μέση Ανατολή-Μαύρη Θάλασσα-Βαλκάνια και ειδικότερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο, όσο και από τις τροποποιήσεις συσχετισμού των δυνάμεων των δύο χωρών, καθώς και των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την ΕΕ, που χωρίς να σπάνε το γενικό πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησής τους, υφίστανται μεταβολές που επιδρούν και στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Οι ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Οι ΗΠΑ είναι φανερό ότι εντάσσουν την αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο στρατηγικό σχεδιασμό τους που στοχοποιεί ως βασικούς διεθνείς αντίπαλους, όπως η ίδια η κυβέρνηση Τραμπ τούς έχει ορίσει, τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και χωρίς να αφήνει έξω από αυτόν το λογαριασμό τους δυτικούς συμμάχους τους, την ΕΕ και πρώτα απ’ όλα τη Γερμανία.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θέλει ένα φράγμα αναχαίτισης και απομόνωσης της επανακάμπτουσας Ρωσίας, που παράλληλα να λειτουργήσει και σαν φράκτης ανακοπής της διείσδυσης της Κίνας στην Ευρώπη. Ένα φράγμα που επιδιώκει να στήσει από το Ιράν και τη Μέση Ανατολή ως τα Βαλκάνια και την Ουκρανία, στο οποίο εντάσσει και την Τουρκία και την Ελλάδα, άρα και τον κρίσιμο κρίκο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Για το σκοπό αυτό ενεργεί όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά προβλήματα κατά τρόπο που να παραμένει στο ρόλο του επιδιαιτητή και του ρυθμιστή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να εξυπηρετούνται τα στρατηγικά του σχέδια. Ας θυμηθούμε το ρόλο των ΗΠΑ σε σοβαρά θέματα που ανέκυψαν στις σχέσεις Τουρκίας – Ελλάδας, όπως λ.χ. το “ευχαριστώ” της ελληνικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ για την παρεμβολή τους στην “εκτόνωση” του σοβαρού επεισοδίου των Ιμίων. Ή και το πιο πρόσφατο, της εγκατάστασης μόνιμων περιπολιών των πλοίων του ΝΑΤΟ, με αφορμή και όχημα τον “έλεγχο” του προσφυγικού ρεύματος. Μια κίνηση που έχει ενισχύσει όχι μόνο την παρουσία του στο Αιγαίο, αλλά και την εποπτεία του στις επιχειρήσεις του στη Μέση Ανατολή και στο πέρασμα που χρησιμοποιεί ο ρώσικος στόλος για την κάθοδό του στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για τον ίδιο σκοπό, αλλά και για να ασκεί την επικυριαρχία του πάνω στην Ελλάδα και στην Τουρκία, έχει υποθάλψει και συντηρεί στο Αιγαίο ένα καθεστώς “γκρίζας ζώνης” εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (ενδεικτική αυτού του τρόπου είναι και η δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το θέμα των 12 μιλίων που ανακίνησαν οι δηλώσεις Κοτζιά), ένα καθεστώς που κάνει το Αιγαίο θάλασσα ΝΑΤΟϊκής κυριαρχίας.
Αυτή η διαχρονική στάση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνδυάζεται τώρα και με το άπλωμα των αρπακτικών χεριών του στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της Κύπρου, της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου και των υπόλοιπων θαλασσών που περιβάλλουν την Ελλάδα, και με τον έλεγχο που θέλει να ασκήσει στους ενεργειακούς δρόμους που θα περάσουν από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και με τη μεγαλύτερη ενίσχυση των πολιτικοοικονομικών και στρατιωτικών θέσεών του στην Ελλάδα και με την αξιοποίηση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στο ζήτημα της διατάραξης των σχέσεών του με την Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, η αμερικάνικη πολιτική με την κάλυψη που δίνει στις τούρκικες διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας, δεν παύει να μεταχειρίζεται την ελληνοτουρκική διένεξη σαν εργαλείο πίεσης προς την Ελλάδα, αλλά και αντίστροφα σαν διπλωματικό μέσο πίεσης προς την Τουρκία, ειδικά τώρα για να κλείσει τη ρωγμή που έχει ανοίξει με την κυβέρνηση Ερντογάν, ύστερα από το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία το 2016, τις τριβές που έχει προκαλέσει η υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους στα σύνορα της Τουρκίας, και ιδιαίτερα τη βελτίωση της σχέσης της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Ανάλογα αντιμετωπίζει και η ΕΕ τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, υπό το πρίσμα των σχέσεων που έχει με την Ελλάδα (που είναι μέλος της) αλλά και της “ειδικής σχέσης” της με την Τουρκία (που κρατείται σε θέση υποψήφιου προς ένταξη μέλους της ΕΕ από το 1999), οι οποίες της επιτρέπουν να επεμβαίνει στη “ρύθμιση” της ελληνοτουρκικής διαμάχης (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της απόφασης της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999) και να την αξιοποιεί για την προώθηση των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή, όπως γίνεται φανερό και από την τωρινή ευρωπαϊκή επιχειρηματική και στρατιωτική παρουσία στις έρευνες για τους υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο (παρουσία που στην Κυπριακή ΑΟΖ, πριν λίγο καιρό, προξένησε και “δυναμική” αντίδραση της Τουρκίας).
Η Ρωσία έχει, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών ζητημάτων στο Αιγαίο, καθώς το τελευταίο αποτελεί τον μοναδικό δρόμο εξόδου των πλοίων της στη Μεσόγειο και προς το Σουέζ. Τώρα αυτό το ενδιαφέρον της έχει αυξηθεί λόγω των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, που ερευνώνται και εντοπίζονται στην Ανατολική Μεσόγειο (και τα οποία θέλουν να εκμεταλλευτούν και οι μεγάλες ρώσικες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου), αλλά και των ενεργειακών δρόμων που σχεδιάζονται εκεί.
Ο ρώσικος ιμπεριαλισμός, όπως δεν είναι διατεθειμένος να δεχθεί μια αμφισβητούμενη ζώνη στη Μαύρη Θάλασσα και αντιδρά δυναμικά γι’ αυτό, όπως έδειξε και το τελευταίο στρατιωτικό επεισόδιο ανάμεσα σε ρώσικα και ουκρανικά πολεμικά πλοία στον Πορθμό του Κερτς, που ενώνει την Αζοφική με τη Μαύρη Θάλασσα, δεν είναι διατεθειμένος να δεχθεί μια ζώνη αποκλεισμού του στο Αιγαίο, που θα κλείνει το διάδρομο ή θα δυσκολεύει το διάπλου των πλοίων του προς τη Μεσόγειο.
Για τον ρώσικο ιμπεριαλισμό η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, με δεδομένο ότι και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αποτελεί ένα σημείο που συγκεντρώνει την προσοχή του για την αντιμετώπιση των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών περικύκλωσής του, με την έννοια ότι τον συμφέρουν οι τριβές Ελλάδας -Τουρκίας στο βαθμό που εξασθενούν τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ο ρώσικος ιμπεριαλισμός έχοντας σήμερα ανακτήσει δυνάμεις, ισχυροποιώντας τη θέση του στη Συρία και προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί τις αντιθέσεις Τουρκίας - ΗΠΑ και να προσεταιρισθεί την πρώτη στη διεθνή πολιτική του, ειδικά στον άξονα Ανατολική Μεσόγειο-Μέση Ανατολή -Μαύρη Θάλασσα, ασκεί και αυτός την επίδρασή του στις ελληνοτουρκικές εξελίξεις.
Οι ιμπεριαλιστές για να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους, χρησιμοποιούν τα δεσμά της εξάρτησης που έχουν περάσει σε άλλες χώρες και εφαρμόζουν είτε πολιτικές ωμής καταπάτησης εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων μικρών και πιο αδύνατων κρατών είτε πλάγιες πολιτικές μετατροπής γεωγραφικών περιοχών σε χώρους αμφισβητούμενης ή απροσδιόριστης εθνικής κυριαρχίας, ώστε να επιβάλλουν σ’ αυτούς πιο εύκολα την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία. Αυτές οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές έχουν στο στόχαστρό τους και την αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 μιλίων, που είναι εθνική κυριαρχία, αλλά και πιο περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα που έχει ένα κράτος, όπως η Αποκλειστική Οικονομική ζώνη (ΑΟΖ). Παρεμβάλλονται και ασκούν, έτσι, άμεση αρνητική και επικίνδυνη επιρροή και στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, που περιέχει, ακριβώς, τέτοια επίμαχα ζητήματα.
Το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και σχεδιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο έχει καθοριστικό ρόλο στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως, αυτός ο ρόλος και αυτή η πορεία συναρτώνται άμεσα με τις επιδιώξεις των κυρίαρχων αστικών τάξεων στην Τουρκία και στην Ελλάδα και με την πολιτική των κυβερνήσεων στις δυο χώρες.
Η εξέλιξη της αντιπαράθεσης των κυρίαρχων τάξεων της Τουρκίας και της Ελλάδας

Οι σχέσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας διαμορφώνονται μεν στο ιμπεριαλιστικό πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω, όμως, η πορεία τους συντελείται με πυρήνα τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων στις δύο χώρες. Αυτά εκφράζονται στις πολιτικές των ελληνικών και τούρκικων κυβερνήσεων, αποτυπώνονται και στον χαρακτήρα και στη μορφή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στο Αιγαίο και στις αντίστοιχες θέσεις και στις πρακτικές που ακολουθούν για τα εθνικά ζητήματα στο Αιγαίο, οι οποίες δεν επηρεάζονται μόνο από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα και τις πολιτικές συγκυρίες, αλλά και από το συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα δύο κράτη. Για να εκτιμήσουμε, συνεπώς, την εξέλιξη της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα, χρειάζεται να βλέπουμε όχι μόνο και όχι τόσο τα λόγια και τις δηλώσεις των κυβερνήσεών τους, αλλά τη δυνατότητά τους να κάνουν πράξη αυτά τα λόγια και κυρίως τα πραγματικά γεγονότα που έχουν λάβει και λαμβάνουν χώρα σε αυτή την αντιπαράθεση, τις ενέργειες στις οποίες έχουν προβεί και προβαίνουν οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Μετά την εισβολή στην Κύπρο όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της Τουρκίας ακολούθησαν μια πολιτική παγίωσης της κατοχής και διχοτόμησης της Κύπρου αλλά, παράλληλα, και κλιμάκωσης των διεκδικήσεών τους απέναντι στην Ελλάδα για το καθεστώς στο Αιγαίο. Και όταν λέμε καθεστώς στο Αιγαίο, εννοούμε τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και τις διεθνείς αρμοδιότητες που ασκούν ή έχουν δικαίωμα να ασκήσουν η Ελλάδα και η Τουρκία στο Αιγαίο.
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο ξεκίνησαν από το τέλος της εφτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα, με ενέργειές της σε βάρος της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας και διευρύνθηκαν βαθμιαία με την αμφισβήτηση του εύρους του εθνικού εναερίου χώρου της Ελλάδας (από το 1975 άρχισε μια συνεχιζόμενη πρακτική παραβιάσεών του), με την εναντίωσή της, μέσω της εκτόξευσης απειλής πολέμου (casus belli), στο κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, με την ανακίνηση θέματος θαλάσσιων συνόρων Ελλάδας -Τουρκίας, με πιέσεις για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, με την αμφισβήτηση των διεθνών αρμοδιοτήτων που ασκεί η Ελλάδα εντός του FIR Αθηνών και εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης.
Οι διεκδικήσεις της πήγαν ακόμα παραπέρα τη δεκαετία του ’90, όπου με αφορμή το σοβαρό επεισόδιο στα Ίμια, τον Γενάρη του 1996, η Τουρκία ανέπτυξε τη “θεωρία των γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο. Από τότε μιλά για δεκάδες νησιά “ακαθόριστης κυριαρχίας” στο Αιγαίο, ανοίγοντας ζήτημα αμφισβήτησης και της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας σε μία σειρά νησιών, νησίδων και βραχονησίδων, με τις προεκτάσεις που έχει αυτό στον προσδιορισμό των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ στο Αιγαίο.
Οι τούρκικες διεκδικήσεις, σήμερα, έχουν επεκταθεί και για την ΑΟΖ της Ελλάδας στο Αιγαίο (όπως και στην Ανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο το Καστελόριζο). Έχει δε κορυφωθεί όλη αυτή η βεντάλια διεκδικήσεων με την τοποθέτηση από την κυβέρνηση Ερντογάν και θέματος αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης (“επικαιροποίησης” όπως είπε και στην επίσκεψη του στην Αθήνα επίσημα το 2017). Ουσιαστικά, δηλαδή, αλλαγής των συνόρων Ελλάδας και Τουρκίας, που υπονοεί προφανώς επέκταση των συνόρων της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας.
Η σταθερή και μακρόχρονη προώθηση αυτής της πολιτικής από την Τουρκία αποδείχνει ότι δεν αποτελούν οι διεκδικήσεις της στο Αιγαίο συγκυριακές επιλογές των κυβερνήσεών της, αλλά μια στρατηγική επιδίωξη της μεγαλοαστικής τάξης στην Τουρκία, που σκοπεύει σε επέκταση κυριαρχίας και σε συγκυριαρχία στο Αιγαίο, και κατά τη δεκαπενταετή διακυβέρνηση του Ερντογάν φόρεσε και το μανδύα του “νεοθωμανικού οράματος”. Πήρε, μάλιστα, και τη θεωρητική διατύπωση που έδωσε ο πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών του Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του “Το στρατηγικό βάθος” (που έχει προβληθεί και σαν “δόγμα” της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας) ότι: «…Τα ζητήματα, όπως του Αιγαίου και της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν από τη σημασία που έχουν τα ίδια ενέχουν και μία ιδιαίτερη σημασία, που πηγάζει από τη διαπεριφερειακή αλληλεπίδραση… Μία Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη “Ρωμαίικη Διοίκηση της Νότιας Κύπρου” σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά… Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας ... Η Τουρκία, για να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή στις θαλάσσιες αρτηρίες που εκτείνονται από το Αιγαίο ως την Αδριατική και από το Σουέζ ως την Ερυθρά Θάλασσα. Είναι αναπόφευκτο η Τουρκία να ακολουθήσει μια δραστήρια πολιτική σε κάθε σημείο που οδηγεί τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο στις ανοιχτές θάλασσες…».
Τη στρατηγική επιδίωξή της “να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη” με την “αύξηση της πολιτικής και οικονομικής της επιρροής στις θαλάσσιες αρτηρίες από το Αιγαίο ως την Αδριατική” προσπαθεί να την προωθήσει επίμονα, βήμα-βήμα, δημιουργώντας συνεχώς καταστάσεις και ασκώντας πιέσεις που συντείνουν στην εδραίωση μιας μόνιμης συνθήκης (όπως κάνει και στην Κύπρο με την κατοχή και τη συντήρηση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους) αμφισβήτησης ή αχρήστευσης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας (όπως είναι η διαρκής αναβολή της άσκησης του δικαιώματος επέκτασης των 12 μιλίων από την Ελλάδα). Αλλά και αξιοποιώντας “ευκαιρίες” που μπορεί να της δίνουν, σ’ αυτή την κατεύθυνση, οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί, αλλά και οι δυνατότητες που αντλεί από την υπεροχή στο συσχετισμό οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης απέναντι στην Ελλάδα (η Τουρκία διαθέτει το δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ, έχει τετραπλάσιο ΑΕΠ από αυτό της Ελλάδας και οχταπλάσιο πληθυσμό) και από προβλήματα στην πολιτική των κυβερνήσεων της Ελλάδας.
Προβλήματα που προκύπτουν, είτε από ενδοτικές κινήσεις που κάνουν μπροστά στην τουρκική πίεση είτε από την εξασθένηση που περνά σε φάσεις η Ελλάδα, όπως αυτή που έφερε η εφτάχρονη δικτατορία (τότε ξεκίνησαν να ξεδιπλώνονται οι τούρκικες διεκδικήσεις) και τώρα η 8ετία της κρίσης και των μνημονίων που την εξουθένωσαν οικονομικά (δεν είναι τυχαίο πως σ’ αυτή την περίοδο, σε συνδυασμό και με άλλες ανάγκες της διεθνούς πολιτικής της, άνοιξε το θέμα της αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάνης).
***
Η μεγαλοαστική τάξη της Ελλάδας έχει και αυτή τις βλέψεις της που τη φέρνουν σε ανταγωνισμό με την κυρίαρχη τάξη της Τουρκίας, ωστόσο, βρίσκεται σε μια θέση που για να τις προωθήσει πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τις τούρκικες πιέσεις και διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Οι κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικά επιχειρούν να το κάνουν αυτό με πολιτικές που, βασικά, έχουν δυο χαρακτηριστικά: Το ένα είναι η αναζήτηση στήριξης από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το άλλο οι υποχωρήσεις απέναντι στην Τουρκία.
Όσον αφορά το πρώτο χαρακτηριστικό ισχυρές αποτυπώσεις του έχουν αποτελέσει η πολιτική του “εξευρωπαϊσμού” -όπως ονομάστηκε- της Τουρκίας, και η τωρινή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, της ανάδειξης των ΗΠΑ στον “καλύτερο στρατηγικό σύμμαχο της Ελλάδας”.
 Η πολιτική του “εξευρωπαϊσμού” της Τουρκίας, της αλλαγής στάσης, δηλαδή, της Ελλάδας, από μια χρονική στιγμή και μετά, όσον αφορά την “ευρωπαϊκή πορεία” της Τουρκίας (που ως τότε η Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ μπλόκαρε για να πιέζει την Τουρκία) προκρίθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη με στόχο, όπως αναλύθηκε τότε, “να αναγκαστεί να αλλάξει συμπεριφορά η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα και στην ΕΕ”. Η λογική της ήταν να εμπλακεί και να στηριχθεί η “επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών” στην πιο άμεση ανάμειξη της ΕΕ. Αλλά η προσφυγή στη “βοήθεια” του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού παράγοντα το μόνο που απέφερε ήταν την περιβόητη συμφωνία του Ελσίνκι, που νομιμοποίησε τη διεκδικητική πολιτική της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Από εκεί και πέρα, 19 χρόνια μετά, είναι φανερό πως η πολιτική της αναζήτησης “υποστήριξης” από την ΕΕ και δεν έχει αποδώσει τίποτα και πρόσφερε “πόντους” στην τουρκική πλευρά με τη συμφωνία του Ελσίνκι. Και παρότι παραμένει σαν πολιτική των κυβερνήσεων της Ελλάδας, είναι φανερό ότι η κυρίαρχη τάξη της Ελλάδας ψάχνει να βρει “λύση” από την άλλη δυτική ιμπεριαλιστική πλάτη, τις ΗΠΑ, παρ’ όλο που “έχει καεί” από αυτή στο παρελθόν, ειδικά με την Κύπρο.
Η σημερινή πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα, αυτή της πειθήνιας εξυπηρέτησης των σχεδίων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, υπολογίζει στην εκμετάλλευση των αντιθέσεων που έχουν εμφανισθεί μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας και στη συγκρότηση ενός φιλοαμερικάνικου μετώπου Ελλάδας, Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου ως αντίβαρου στις επιδιώξεις της Τουρκίας. Ωστόσο, αυτή η πολιτική, όπως ήδη φαίνεται, οδηγεί σε επικίνδυνα και τυχοδιωκτικά μονοπάτια και σε μεγαλύτερη περιπλοκή και όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση η πολιτική που στηρίζεται στον ιμπεριαλιστικό παράγοντα για να αντιμετωπίσει τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, στον παράγοντα, δηλαδή, που είναι βασική αιτία για να μένουν ανεπίλυτα και να αναμοχλεύονται, είναι αδιέξοδη. Και το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι η Ελλάδα, με αντάλλαγμα αυτήν τη δήθεν στήριξη, να γίνεται εξάρτημα επικίνδυνων ιμπεριαλιστικών πολιτικών και να καταπατιέται σε όλο και μεγαλύτερη έκταση η κυριαρχία της .
Όσον αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό, την υποχωρητικότητα της πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην πίεση της Τουρκίας, αυτή σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη της αρχικής θέσης, που έλεγε ότι η μόνη διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και την προσχώρηση στη θέση της αποδοχής “διαφορών” με τη Τουρκία και, μάλιστα, και “συνοριακών διαφορών”. Σηματοδοτείται από τη συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, με την οποία η Ελλάδα αναγνώρισε “νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα” της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως και από τη Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999 στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., με την οποία αποδέχτηκε την ύπαρξη “εκκρεμών συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Σηματοδοτείται ακόμη από το γεγονός ότι, κάτω από τις απειλές της Τουρκίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις, πάνω από 20 χρόνια μετά τη διακήρυξή του, δεν ασκούν το κυριαρχικό δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια, ένα δικαίωμα που έχει ασκήσει η πλειονότητα των παράκτιων χωρών του πλανήτη. Αυτή η πολιτική των ενδοτικών κινήσεων δεν έχει ούτε “χαλαρώσει” ούτε ανακόψει την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας που βλέπει με τις πιέσεις της να έχει κερδίσει έδαφος για τις διεκδικήσεις της και με κείμενα συμφωνίας που έχουν υπογράψει οι ελληνικές κυβερνήσεις. Αντίθετα, την έχει ενθαρρύνει, σε βαθμό που να θέτει σήμερα και ζήτημα συνολικής αναθεώρησης, δηλαδή αλλαγής των ελληνοτουρκικών συνόρων και οριοθετήσεων.
Οι πολιτικές των κυβερνήσεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, που κινούνται μέσα σ’ ένα πλαίσιο ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων, διαποτίζονται από την υποτέλεια, τον εθνικισμό, από την καλλιέργεια εχθρότητας και αντιπαλότητας ανάμεσα στον ελληνικό και τούρκικο λαό και εκφράζουν τα αντιδραστικά και ανταγωνιστικά συμφέροντα των κυρίαρχων αστικών τάξεων των δύο χωρών, στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, στην υπόθεση της ειρηνικής και φιλικής συμβίωσής τους.
Το λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στέκεται απέναντί τους με θέσεις που παλεύουν ενάντια στην ιμπεριαλιστική ανάμιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενάντια στις πολιτικές της εθνικής υποτέλειας και των αντιδραστικών εθνικισμών, ενάντια στον επεκτατισμό της αστικής τάξης της Τουρκίας και τις αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενάντια στις παραβιάσεις των συνόρων των δύο χωρών και την απειλή πολέμου από όποια πλευρά και αν γίνει, ενάντια στους τυχοδιωκτικούς φιλοαμερικάνικους “αντιτούρκικους άξονες”.