Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

ΑΣΦΥΚΤΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΕ ΤΗ FYROM

«Κοντά, για πρώτη φορά τόσο κοντά σε συμφωνία»

 Κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις ΝΑΤΟ και ΕΕ και μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Ζάεφ

Εντονες, ανοιχτές και υπόγειες, είναι οι πιέσεις διαφόρων αξιωματούχων και παραγόντων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, για να κλείσουν ζητήματα στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, με στόχο την ενσωμάτωσή τους στις δομές τους, την ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή και την περικύκλωση της Ρωσίας.
Σόλτενμπεργκ, Μέρκελ, Γιούνκερ, Μογκερίνι, Τουσκ, Νίμιτς, υπουργοί, αμερικανοί πρέσβεις και άλλοι, με περιοδείες, με δηλώσεις, αλλά και μέσα από αλλεπάλληλες διασκέψεις κινούνται δραστήρια για το σκοπό αυτό.
Σε ρόλο σημαιοφόρου η ελληνική κυβέρνηση διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη την 3η υπουργική συνάντηση Ελλάδας, Αλβανίας, Βουλγαρίας και πΓΔΜ.

Άλλη μια επιβεβαίωση της προσπάθειας της κυβέρνησης να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς στην περιοχή ήταν και η «πρωτοβουλία» του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, σε συνεργασία με τον Ούγγρο ομόλογό του, Π. Σγιάρτο, για τη Διευρυμένη συνάντηση σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών στο Σούνιο, 4 χωρών της Ανατολικής Ευρώπης - Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία - και 4 βαλκανικών κρατών μελών της ΕΕ - Κροατία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα («VISEGRAD 4 - BALKAN 4 PLUS»)
Αλλεπάλληλες (12) είναι εν τω μεταξύ και οι συναντήσεις Κοτζιά-Ντιμιτρόφ για το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, με συμμετοχή στην τελευταία - που έγινε στην Αθήνα - και του διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών να χαρακτηρίζει τη συνάντηση που θα γίνει τον Ιούνη στη Ρόδο, «13η και τυχερή».
Ο ΓΓ του ΝΑΤΟ, Σόλτενμπεργκ, έκανε για άλλη μια φορά σαφές ότι «οι διεργασίες για το ονοματολογικό δρομολογούνται για να ενταχθεί η χώρα στο ΝΑΤΟ» και ότι «θα εξετάσουμε το θέμα της διεύρυνσης στη Σύνοδο Κορυφής τον Ιούνη, τόσο με τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και τη Γεωργία, αλλά και με την πΓΔΜ».
Ο Γερμανός υπουργός, αρμόδιος για ευρωπαϊκά θέματα, M. Ροτ, επισκεπτόμενος τα Σκόπια και σε συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, Ζ. Ζάεφ, τον επαινούσε για τη «δημιουργικότητα και την ευελιξία». Από την πλευρά του προέδρου της Κομισιόν, Ζ. Κ. Γιούνκερ, και της ύπατης εκπροσώπου της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική, Φ. Μογκερίνι, έχει διαμηνυθεί στην ελληνική κυβέρνηση ότι χρειάζεται υπερψήφιση της συμφωνίας για το ονοματολογικό με την πΓΔΜ στη Βουλή από 180 βουλευτές, σημειώνοντας ότι ενώ το «μήνυμα» έχει ληφθεί από την αντιπολίτευση στην πΓΔΜ, που έχει ρίξει τους τόνους, δεν υπάρχει η ανάλογη στάση και από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Ελλάδα.
Για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού, αλλά και για να εμφανίσει την εικόνα κυριαρχίας της ΕΕ στην περιοχή, στον ανταγωνισμό της με τη Ρωσία, πραγματοποιήθηκε στη Σόφια, Ειδική Σύνοδος Κορυφής Ευρωπαϊκής Ένωσης-Δυτικών Βαλκανίων, όπου ασκήθηκαν νέες πιέσεις για προσαρμογή στις δομές αυτές και όπου έγινε και η πολυσυζητημένη συνάντηση Τσίπρα - Ζάεφ και οι συναντήσεις του καθενός ξεχωριστά με το αφεντικό της ΕΕ, τη Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ.
Η πίεση του χρόνου από τη μια και η (αμερικανική) πίεση για ένταξη στο ΝΑΤΟ από την άλλη, αλλά και η «σκληρή» - με τις πλάτες των δυτικών - στάση Κοτζιά, φαίνεται ότι αναγκάζουν τον Ζάεφ να υποχωρεί σε μια ονομασία «erga omnes» (έναντι όλων), αφού φαίνεται ότι έχει τη δυνατότητα να την «περάσει» από το Κοινοβούλιο της χώρας του.
Έτσι εμφανίστηκε αισιόδοξος, δηλώνοντας ότι «Είμαστε πολύ κοντά σε λύση. Συζητήσαμε μια (συγκεκριμένη) λύση στη διένεξη για την ονομασία, η οποία θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και από τις δύο πλευρές, όμως είναι ανάγκη να έχουμε περισσότερες συζητήσεις στις χώρες μας», συμπληρώνοντας ότι η χώρα του θα πρέπει σίγουρα να ανοίξει το θέμα του Συντάγματός της, πριν από την ένταξή της στην ΕΕ, όπως όλα τα άλλα μέλη της Ένωσης, «μεταφέροντας ένα τμήμα της κυριαρχίας της στην Ένωση. Αν απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις, ως ασφάλεια για τους Έλληνες πολίτες, τότε αυτό θα μπορούσε να συζητηθεί ως επιλογή», τονίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα διενέργειας δημοψηφίσματος. Για να καταστήσει σαφές, με περισσότερη υποτέλεια, ότι «Τα Σκόπια δεν έχουν καμία εναλλακτική λύση πέρα από την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.».
Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Έλληνα πρωθυπουργό Τσίπρα να εμφανιστεί συγκρατημένος, να βλέπει «βήματα προόδου στις διαπραγματεύσεις» και να δηλώνει «τα τελευταία μέτρα είναι πάντα τα πιο δύσκολα».
Εισέπραξαν πάντως τα συγχαρητήρια της Συνόδου για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων.
Εάν λοιπόν τα Σκόπια αποδεχθούν σε ανώτατο επίπεδο την ονομασία «erga omnes» και τις αλλαγές στο Σύνταγμα, εκείνο που προκύπτει μέσα από τις εξελίξεις αυτές, είναι οι δύο χώρες να προχωρήσουν σε μια διεθνή συμφωνία υπό τον ΟΗΕ, που θα περιλαμβάνει τα απαραίτητα χρονοδιαγράμματα, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Ζάεφ έχει ήδη αναφέρει ότι δεν είναι δυνατόν να αλλάξει το Σύνταγμά της σε μικρό χρονικό διάστημα.
Για «συμφωνία τώρα, και ολοκλήρωση σταδιακή, μέσα σε δύο χρόνια», μίλησε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος, αναφερόμενος σε «όρους δόμησης της συμφωνίας» («στην οποία ενδεχομένως θα καταλήξουμε») και που θα συνιστούν «αλλεπάλληλες δεσμεύσεις που θα εκτείνονται στο μέλλον», δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει λύση «με το πάτημα ενός κουμπιού».
Κάτω από τις πιέσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων και ο Κ. Μητσοτάκης, στη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) που παράλληλα έγινε στη Σόφια, αναγκάστηκε να συνταχθεί με τη γραμμή της κυβέρνησης, «για την ανάγκη αλλαγής του Συντάγματος της γειτονικής χώρας, ως απαράβατη προϋπόθεση για να επιτευχθεί μία συμφωνία που θα περιλαμβάνει τη χρήση του ονόματος έναντι όλων («erga omnes»). Αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της χώρας μας_η είσοδος των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ».
Μπορεί να φαίνεται ότι προωθούνται κάποιες διευθετήσεις στα Δυτικά Βαλκάνια «από δυτικά», όμως δεδομένου ότι η κατάσταση είναι σύνθετη και υπάρχουν επιρροές και αντιστάσεις «από ανατολικά», δεν αποκλείονται καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα και εν τέλει οι όποιες συμφωνίες γύρω από το όνομα των Σκοπίων, υπό τη ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, όχι μόνον δεν αποτελούν παράγοντα ασφάλειας για τις χώρες της περιοχής, αλλά αντίθετα παράγοντα αποσταθεροποίησης και, στα πλαίσια του σκληρού ανταγωνισμού με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, εγκυμονούν σοβαρότατους κινδύνους για τους λαούς, που θα πρέπει να αναπτύξουν τον δικό τους αντιιμπεριαλιστικό - αντιπολεμικό - αντιεθνικιστικό - διεθνιστικό αγώνα.